Επιλογή Σελίδας

Της Νίκης Μπάκουλη

Εσύ το λες ‘ποτέιτο’, άλλοι το λένε ‘ποτάτο’. Η ουσία είναι η ίδια: βάσει ταλέντου, ο Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ θα μπορούσε να απολαύσει πολύ μεγαλύτερη καριέρα, από αυτή που έζησε αν είχε τη διάθεση να προσπαθήσει λίγο περισσότερο. O Boύλγαρος ήταν καλεσμένος στο Football Daily Podcast του BBC, αλλά πριν δούμε τι είπε εκεί, θα ήθελα να διαβάσεις για την ιστορία του (που περιλαμβάνει έως και απαγωγή από μαφιόζους έως φυσικά την εξέλιξη του σε ‘μεγαλύτερη μεταγραφή στην ιστορία του ΠΑΟΚ’). Θα συμφωνείς πως για να καταλάβεις τον παίκτη Μπερμπάτοφ πρέπει πρώτα να κατανοήσεις τον άνθρωπο Μπερμπάτοφ.

Εν περιλήψει, θα σου ζητήσω να σκεφτείς ότι είσαι 9 χρόνων και σου κανονίζει ο -ποδοσφαιριστής- πατέρας σου συνάντηση με το θρύλο της χώρας (Χρίστο Στόιτσκοφ) για να βάλετε κάτω τα δεδομένα και να δείτε πώς θα γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Το όνειρο ήταν να παίξει στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας -όπου αγωνιζόταν και ο μπαμπάς του.

Για να το πραγματοποιήσει, στα 17 άφησε το σπίτι του στο Μπλαγκόεβγκραντ και πήγε στη Σόφια. Δεν ήταν εύκολο. Δεν το είπε ο ίδιος. Το είπε η μητέρα του. “Είδα ένα από τα πιο θλιβερά πράγματα που ‘χω δει στη ζωή μου. Όλη η γειτονιά είχε αδειάσει. Εκείνος ήταν στο κρεβάτι του, ζωγράφιζε και άκουγε μουσική. Σκέφτηκα πως τον απασχολούσε κάποιο κορίτσι. Είδα ότι είχε ζωγραφίσει το σήμα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Τότε κατάλαβα πόσο αγαπούσε το club”, του οποίου οι φαν τον θεώρησαν υπεύθυνο διαδοχικών αποτυχιών. Το όνειρο έγινε εφιάλτης. Είχε μεσολαβήσει η απαγωγή από γκάγκστερ (για να υπογράψει στην ομάδα του) και μολονότι αφέθηκε ελεύθερος, το ψυχολογικό δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ήταν άλλωστε, μόλις 18 χρόνων. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Ούτε στην οικογένεια του. “Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Η απαγωγή, τα γιουχαΐσματα από τους φιλάθλους της ομάδας, όλα ήταν πολύ δύσκολα. Άρχισα να σκέφτομαι το μέλλον μου και αποφάσισα ότι ήθελα να φύγω από τη χώρα”. Το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν πως τον είχαν εξορίσει.

Πήγε στην Μπάγερ Λεβερκούζεν και μαζί της στον τελικό του UEFA Champions League, το 2002. Όσα έκανε στο γήπεδο δεν πρόδιδαν πόσο δύσκολα περνούσε έξω από αυτό. Γιατί συνέχισε να μη μιλάει σε κανέναν. Άνθρωποι που έπαιζαν τότε μαζί του, είχαν πει πως ‘τα λίγα δευτερόλεπτα που ‘χει την μπάλα, δείχνει σαν να μην έχει το παραμικρό πρόβλημα. Όλες τις άλλες ώρες συμπεριφερόταν σαν να ‘χε τον κόσμο στις πλάτες του’. Μακριά από τη Βουλγαρία, διαπίστωσε πόσο πολύ αγαπούσε τη χώρα του -το έδειξε με 48 γκολ σε 78 συμμετοχές με την εθνική. Μετά πέντε χρόνια στη Γερμανία -και με τα γκολ να ‘χουν φτάσει τα 91 σε 201 συμμετοχές- τον είχε μάθει όλος ο κόσμος. Στα 25 πήγε στην Τότεναμ.

“Όταν είσαι νέο παιδί, σκέφτεσαι πως τα ξέρεις όλα. Περίμενα μεγάλες ομάδες, όπως η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ να με ζητήσουν. Ο ατζέντης μου, μου είχε πει ‘καμία από αυτές τις ομάδες δεν σε θέλει, οπότε χαλάρωσε’. Με ενημέρωσε ότι με ήθελαν οι Σπερς. Ειλικρινά δεν ήξερα πολλά για την Premier League και την Τότεναμ, γιατί είχα επικεντρωθεί στο δικό μου κόσμο, στη Γερμανία. Άρχισα να παρακολουθώ τα “Σπιρούνια’, για να δω πόσο καλοί είναι. Μια μέρα ο ατζέντης μου με ενημέρωσε πως είχε έλθει η ώρα να παίξω για την Τότεναμ.

Χρειάστηκα χρόνο για να προσαρμοστώ στην ταχύτητα της Premier League και το πόσο φίζικαλ ήταν το παιχνίδι. Είδα παίκτες που δεν είχα συναντήσει ποτέ στην Bundesliga -ήταν σαν body builders. Δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Κατέληξα στο ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω περισσότερο το μυαλό μου. Ήταν πρόκληση. Χρειάστηκα κάποιους μήνες για να αισθανθώ έτοιμος και για να με αποδεχθούν οι συμπαίκτες μου. Ήταν και κάπως ντροπαλός. Δεν μιλούσα πολύ”.

Σε δυο σεζόν μέτρησε 46 γκολ σε 102 εμφανίσεις. Το καλοκαίρι του 2008 τον πήρε η πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αφού προηγουμένως έδωσε αγώνα με τη Μάντσεστερ Σίτι, αλλά και για να πείσει πως δεν είχε παραβεί τους κανόνες (κυρίως αυτόν που δεν επιτρέπει τις συζητήσεις με παίκτη που ‘χει συμβόλαιο πριν το τελευταίο εξάμηνο) και μετά πολλά λεφτά.

“Είμαι από μια πολύ μικρή χώρα και ήλπισα πως θα περάσω όλη μου την καριέρα στην Αγγλία, στην ίδια ομάδα. Οι Σπερς μου έδωσαν την ευκαιρία να δείξω τι μπορώ να κάνω. Το τελευταίο βήμα για την κορυφή του βουνού της επιτυχίας μου, ήταν η Γιουνάιτεντ. Όταν με προσέγγισαν, ήξερα πως θα απογοητεύσω κόσμο, ειδικά τους φαν της Τότεναμ. Ακολουθούσα όμως, το δικό μου μονοπάτι. Ήξερα πως αν χάσω αυτήν την ευκαιρία, ενδεχομένως να μην έχω άλλη ίδια, γιατί έτσι είναι το ποδόσφαιρο.

Όλοι με υποδέχθηκαν εξαιρετικά. Ακόμα και όταν δεν μιλάς πολύ, μπορείς να μάθεις πολλά. Είχαν παίκτες που ήταν πρωταθλητές και είχαν κατακτήσει το treble. Σκεφτόμουν ‘Berbs τα κατάφερες, για αυτό δούλευες όλη σου τη ζωή’. Ήμουν χαρούμενος, αλλά την ίδια ώρα σκεφτόμουν ‘τι κάνω εδώ;’. Σαν να ήμουν παιδί. Και αυτό κάποιες φορές μπορεί να σε σταματήσει από το να δείξεις τι πραγματικά μπορείς να κάνεις.

Ο Sir Άλεξ Φέργκιουσον ήταν εξαιρετικός με όλους. Ήξερε πώς να μιλά σε κάθε παίκτη -με κάποιους έπρεπε να είναι ευγενικός, με άλλους αυστηρός. Ήξερε πώς να το κάνει. Δεν μου ζήτησε ποτέ να αλλάξω και αυτό ήταν πολύ καλό. Εμπιστεύτηκε τον τρόπο μου”.

Αν μετανιώνει για κάτι, αυτό είναι το εξής: “Εύχομαι να συμπεριφερόμουν διαφορετικά, όταν πήγα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από την Τότεναμ. Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο, θα ήμουν πιο ανοιχτός, λιγότερο ντροπαλός και λιγότερο εσωστρεφής’. Αυτό θα με βοηθούσε να ενταχθώ στην ομάδα αμέσως. Δεν θα έχανα χρόνο“.

Έγινε ο ηγέτης της πορείας των δυο πρωταθλημάτων (στη δεύτερη σεζόν ήταν ο πρώτος σκόρερ και μεταξύ των γκολ που έβαλε ήταν ένα hat trick εναντίον της Λίβερπουλ, στο Ολντ Τράφορντ) και ξεκαθάρισε πως δεν τον νοιάζει μόνο πόσα γκολ θα βάλει, αλλά πόσα ‘όμορφα’ γκολ θα σκοράρει. Όπως και πόσες ‘όμορφες’ πάσες θα ‘βγάλει’ για να σκοράρουν οι συμπαίκτες του. Η χαρά του ήταν να κάνει πάσες που άλλοι θεωρούσαν αδιανόητες.

“Διάβαζα ένα βιβλίο εκείνη την εποχή και μου ‘κόλλησε’ μια φράση του: εκτός και αν έχουν ομορφιά και χάρη αυτά που κάνεις, δεν μπορούν να κερδίσουν μια καρδιά’. Ήθελα να παίζω με ομορφιά και χάρη”.

Η ιστορία του στη Γιουνάιτεντ μπήκε στη φάση του επιλόγου, στον τελικό του UEFA Champions League του 2011, εναντίον της Μπαρτσελόνα. Ήταν ο πρώτος σκόρερ της Premier League, αλλά δεν έπαιξε. Αντ’ αυτού αγωνίστηκε ο Μάικλ Όουεν, με τον Φέργκιουσον να λέει πως ‘έχει πιο πολλές πιθανότητες να σκοράρει’. Μετά ο κόουτς αποφάσισε να κάνει πιο γρήγορο το παιχνίδι της ομάδας του, με μεγαλύτερη πίεση και σιγά σιγά άλλοι έπαιρναν το χρόνο του. Ως ‘ρεζέρβα’ σκόραρε 7 γκολ στα 12 πρώτα ματς της αγγλικής λίγκας. Μετά έφυγε για τη Φούλαμ, εξηγώντας πως ‘δεν ταιριάζω στο νέο concept. Δεν υπάρχει χρόνος για έξυπνο ποδόσφαιρο, για να σκεφτόμαστε συνδυασμούς και όμορφες πάσες. Ποτέ δεν ήμουν γρήγορος παίκτης. Κρατάω περισσότερο την μπάλα. Αυτό είναι το στιλ μου και το στιλ μου δεν ταιριάζει με αυτό της ομάδας’.

Ο τύπος που έμαθε αγγλικά παρακολουθώντας το “Νονό” και έχει ως χόμπι τη ζωγραφική και το μπάσκετ (κατά του ιδίου πάντα, το ρηθέν), έχει γράψει το πώς διαχειρίστηκε ο ίδιος τον εαυτό του και όσα έκανε στα γήπεδα του ποδοσφαίρου, σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2018 και είχε τίτλο ‘Με το δικό μου τρόπο’. Ποιος ήταν ο τρόπος του; “O κόσμος που θα διαβάσει το βιβλίο μου, θα καταλάβει πώς μεγάλωσα”. Και τελικά θα καταλάβει το σατανικό πλάνο που ‘χε. Πριν φτάσουμε σε αυτό, ας δούμε κάτι.

Ο τίτλος είχε να κάνει και με το αγαπημένο του τραγούδι “το My Way” του Φρανκ Σινάτρα. Του πήρε δυο χρόνια να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του (“δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο δύσκολο, αλλά τα δύσκολα είναι τα πιο γλυκά στο τέλος”), ώστε να γράψει όσα έζησε, όσα ένιωσε και όσα έμαθε. Στην παρουσίαση είχε πει πως άφησε τα βαρετά στην άκρη και ότι αυτό που ετοίμασε ήταν εντυπωσιακό.

Ήταν τεμπέλης ή τεχνίτης;

Όταν τον έβλεπες να παίζει, παρατηρούσες μια κάποια νωχελικότητα. Μια άρνηση να ιδρώσει περισσότερο, από όσο ήθελε. Εξ ου και το ‘τεμπέλης’ που του κόλλησαν -και δεν ξεκόλλησε ποτέ. Αργότερα προέκυψε και το ‘υπερεκτιμημένη πολυτέλεια, με την ελάχιστη διάθεση για δουλειά’. Την ίδια ώρα ήταν και ένας ευλογημένος τεχνίτης, εκ των καλύτερων -σε αυτόν τον τομέα- της γενιάς του. Γενικά, υπήρχε μια σύγχυση μέσα του, μεταξύ όσων σκεφτόταν το μυαλό του και έπραττε το σώμα του. Μάλλον το μυαλό του λειτουργούσε πολύ πιο γρήγορα από το σώμα του. Προφανώς και το BBC τον ρώτησε επ’ αυτού και άκουσε το εξής:

“Το νωθρό στιλ που είχα ήταν ένα τέχνασμα, ώστε να ‘κοιμίσω’ τους αντιπάλους μου και να τους κάνω να νιώσουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας”.

Αυτό θα μπορούσε και να είναι η απόλυτη αλήθεια στην αρχή, πριν τον γνωρίσουν όλοι -πριν μάθει όλος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης για την ποδοσφαιρική ευφυΐα του, την τεχνική του ικανότητα, το πόσο καλά μπορούσε να ελέγξει την μπάλα και σε τι επίπεδο διατηρούσε την αυτοκυριαρχία του όταν έφτανε προ του γκολ. Είχε μοναδική ακρίβεια στο να βρίσκει τον συμπαίκτη του, όταν έπρεπε -όπου έπρεπε- και όταν δημιουργούσε για την πάρτη του, έπαιρνε το χρόνο του, ώστε να κάνει ό,τι έκρινε πως θα ήταν καλύτερο.

“Ο καθένας βλέπει διαφορετικά το παιχνίδι και παίζει διαφορετικά. Η διαφορά μου ήταν πως κάποιες φορές μπορεί ο κόσμος να με έβλεπε και να πίστευε πως δεν έχω ‘μπει’ στο παιχνίδι. Εγώ όμως, την ίδια ώρα σκάναρα το γήπεδο για να δω πού θα πάω τη σωστή στιγμή, να βρω το σωστό χώρο, ώστε μόλις πάρω την μπάλα να ‘χω περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου και όχι κάποιον στην πλάτη μου.

Όταν έχω το χρόνο και το χώρο, έχω περισσότερο χρόνο να σκεφτώ τι θα κάνω την μπάλα. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν αυτό που λέω. Αν όμως, είσαι έξυπνος, ακόμα και αν είσαι αργός, μπορείς να γίνεις γρήγορος. Τοποθετείς καλύτερα τον εαυτό σου και γίνεσαι πιο χρήσιμος για την ομάδα σου.

Στην Τότεναμ, σε επίπεδο τρεξίματος, πρώτος ήταν ο Ρόμπι Κιν, μετά όλοι οι άλλοι και τελευταίος εγώ. Αλλά ‘έτρεχα’ στο μυαλό μου. Και όταν έβλεπα κάποιον σε καλύτερη θέση από αυτήν που ήμουν εγώ, του έδινα τον μπάλα. Δεν ήμουν εγωιστής. Στο τέλος της ημέρας, χάνουμε όλοι μαζί και κερδίζουμε όλοι μαζί. Όπου και αν έπαιξα, ακολουθούσα το στιλ μου. Κάποιες φορές οι φαν ή ακόμα και οι παίκτες δεν το καταλάβαιναν και το φοβούνταν. Πίστευαν πως δεν βοηθάω την ομάδα. Μετά λίγο καιρό το συνήθιζαν, γιατί το στιλ μου έδινε αποτελέσματα”.

Του ζήτησαν να εκτιμήσει τι θα κάνει ο Χάρι Κέιν, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε ουκ ολίγες φήμες μεταγραφής. Είπε πως όσα συμβαίνουν, του θυμίζουν τη δική του περίπτωση, το 2008. “Έχω την αίσθηση πως είναι σε σταυροδρόμι. Σκέφτεται τι πρέπει να κάνει. Η κατάσταση του είναι λίγο πιο δύσκολη, λόγω κορονοϊού και των χρημάτων. Αλλά κατά τα άλλα ζει ό,τι έζησα εγώ τότε. Και είναι λογικό το μυαλό του να μη λειτουργεί πάντα με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό είχα πάθει και εγώ. Δεν ήθελα να βάλω την ομάδα μου σε θέση ώστε να φύγω τόσο αργά, που να μην έχει χρόνο να βρει αντικαταστάτη. Αυτό είναι όμως, κάτι που ‘χει συμβεί πάρα πολλές φορές, με πολλούς παίκτες. Το πιο οδυνηρό είναι πως οι Σπερς είχαν πάρει το τελευταίο τρόπαιο όταν ήμουν εκεί εγώ. Έχει ειπωθεί πολλές φορές και μολονότι εκνευρίζει τον κόσμο, είναι αλήθεια πως όταν δεν παίρνεις τρόπαια, υπάρχει πρόβλημα για παίκτες όπως είναι ο Κέιν, ο οποίος τελεί χρέη αρχηγού στην εθνική Αγγλίας και σίγουρα δεν θα γίνει νεότερος. Όσο μεγαλώνει, θέλει να πει στα παιδιά του ‘κοίτα τι κατέκτησα”‘.

Μετά τη Γιουνάιτεντ, πήγε στη Φούλαμ, από εκεί στη Μονακό, τον ΠΑΟΚ και την Κεράλα Μπλάστερς, της Ινδίας. Στα 39 σκέφτεται τι άλλο θέλει να κάνει στη ζωή του. Μια επιλογή είναι η προπονητική. Έχει πτυχίο (Α) από την UEFA και δουλεύει για να πάρει και το επαγγελματικό. “Δεν ξέρω αν θα γίνω προπονητής, αλλά θέλω να είμαι προετοιμασμένος. Προς το παρόν, περνώ περισσότερο χρόνο με τα παιδιά και την οικογένεια μου”.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This