Επιλογή Σελίδας

Της Νίκης Μπάκουλη

Το ‘250 stepenika’ (250 σκαλοπάτια) αφορά την ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα U19, το 1987. Τα μέλη της ανήκουν στους θρύλους του παγκοσμίου μπάσκετ. Για να φτάσουν εκεί, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες που έως τότε ήταν άγνωστες και ‘κομμάτια’ των οποίων ακολουθούνται έως τη σήμερον ημέρα. Ο τίτλος αφορά το τελευταίο τεστ πριν το ταξίδι στο Μπόρμιο. Όσα θα διαβάσεις έχουν να κάνουν με το πώς τα εξόχως ταλαντούχα παιδιά, έγιναν ώριμοι και υπεύθυνοι επαγγελματίες μέσα σε ένα καλοκαίρι. Δηλαδή, το πώς δημιουργήθηκε το ‘White Harlem’ όπως έχει χαρακτηρίσει ο Σβέτισλαβ Πέσιτς το ρόστερ που ανέλαβε και είχε ως μοναδικό προορισμό την κυριαρχία.

Ποιοι ήταν: 4. Zoran Kalpić, 5. Luka Pavićević, 6. Nebojša Ilić, 7. Toni Kukoč, 8. Miroslav Pecarski, 9. Teoman Alibegović, 10. Aleksandar Đorđević, 11. Samir Avdić, 12. Vlade Divac, 13. Radenko Dobraš, 14. Dino Rađa, 15. Slaviša Koprivica. Κόουτς: Svetislav Pešić.

Ο Πέσιτς εμφανίζεται στην αρχή του ντοκιμαντέρ, να είναι στο κτίριο της σερβικής ομοσπονδίας μπάσκετ, να βγάζει το τρόπαιο από την τροπαιοθήκη, να το συσκευάζει και να βάζει στους παραλήπτες τα ονόματα όλων των παικτών που μόχθησαν για αυτό. Μέσα στο κύπελλο, είχε αφήσει ένα σημείωμα, με το οποίο από τους παίκτες του να διηγηθούν την ιστορία που έγραψαν όλοι μαζί.

Ο Λούκα Παβίσεβιτς έκανε την αρχή

‘Αυτό που έγινε στο Μπόρμιο εκπροσωπεί το πικ της διαδικασίας της επιλογής. Το πικ ενός αθλητικού συστήματος που λειτούργησε σε χώρα όπως ήταν η Γιουγκοσλαβία’, ο νυν κόουτς της πρωταθλήτριας Ιαπωνίας, Alvarak Tokyo. “Εκείνη την εποχή το μπάσκετ ήταν ήδη δημοφιλές” προσθέτει ο Πέσιτς, “κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 είχαμε ήδη κάποιες επιτυχίες, με συλλόγους και εθνικές ομάδες. Υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον νέων παιδιών να ασχοληθούν με το σπορ. “Κατ’ εμέ, ο Ράνκο Ζεράβιτσα ήταν αυτός που προσδιόρισε τη συνέχεια. Δεν ενδιαφερόμασταν για παίκτες που ήθελαν να παίξουν. Μόνο για αυτούς που μπορούσαν να παίξουν”.

Ο Παβίσεβιτς έκρινε πως πρέπει να αναφερθεί και το όνομα του προπονητή Ρουσμίρ Χαλίλοβιτς “που έκανε πολύ καλή δουλειά με τις εθνικές, αρχής γενομένης από τη γενιά του Ντράζεν Πέτροβιτς”. Ο Πέσιτς ανέλαβε έπειτα από αυτόν, παιδιά γεννημένα το 1967, το 1968 και το 1969. Ο γυμναστής Μιλιβόγιε Καράλεϊτς αποκάλυψε πως όταν ο νυν προπονητής της Μπαρτσελόνα αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα ‘ήλθε να με ρωτήσει αν θα ήθελα να δουλέψω μαζί του’. Πήγε τον βρήκε στο σχολείο που δούλευε και του πρότεινε να γίνει βοηθός του. “Μου απάντησε ‘έχω PhD στο μπάσκετ, είμαι καθηγητής. Πώς να γίνω βοηθός;’. Του ζήτησα να το σκεφτεί. Δέχθηκε. Έγινα ο assistant fitness coach και έγινε ο assistant basketball coach”. Ανέλαβε τριετές πλάνο.

“Δεν είχαμε επιλογή. Ήμασταν υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε την κλήση” ενημέρωσε ο Τέομαν Αλιμπέγκοβιτς, “μας έβαλαν σε μια χοάνη και σιγά σιγά μας καθοδήγησαν -στη σειρά- μέσα από το ‘λαιμό’ του μπουκαλιού, από το οποίο έπρεπε να περάσουμε όλοι. Αυτοί που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν, έμεναν πίσω. Όσοι έβγαιναν, γίνονταν διεθνείς”.

Ο Σαμίρ Άβντιτς είπε πως “ήμασταν οι καλύτεροι των καλύτερων. Σε μια χώρα 22 εκατομμυρίων κατοίκων, φορούσες τη φανέλα της εθνικής μόνο αν το άξιζες”. Ο Μίροσλαβ Πετσάρσκι πρόσθεσε ότι “δεν μπορούσαμε να περιμένουμε για να βγει η επιλογή. Ζούσαμε για αυτήν τη στιγμή”.

“Ο κόουτς της ζωής μας”

Στην οθόνη εμφανίζεται ο νεαρός Πέσιτς να λέει ‘όπως ξέρετε, αυτοί οι τέσσερις παίκτες -Τζόρτζεβιτς, Ντίβατς, Κούκοτς και Ράτζα- έπαιξαν στο Εurobasket. Ήταν το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας νέας εθνικής. Μιας ομάδας που, πιθανότατα, στα δέκα επόμενα χρόνια θα παίζει σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις του κόσμου’.

Όσοι ήξεραν τους Πέσιτς κα Καράλεϊτς γνώριζαν πως οι παίκτες… δεν θα περνούσαν καλά μαζί τους. Για τρεις μήνες, δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει. Ο Ντίνο Ράτζα εξήγησε πως ο Πέσιτς άφησε σημάδι στη ζωή του, γενικά -ως ανθρώπου. Ο Τόνι Κούκοτς, όταν ακούει το όνομα ‘Πέσιτς’ θυμάται έναν αυστηρό κόουτς. “Δεν υπήρχε δημοκρατία. Ήταν δικτατορία. Αλλά όταν είσαι σε αυτήν την ηλικία, είναι προτιμότερο αν ο προπονητής είναι δικτάτορας, από το να αφήνει τους παίκτες -ειδικά παίκτες σαν και εμάς, γεμάτους γνώσεις και ιδέες- να μιλούν πολύ. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ήμασταν οι σκλάβοι του”. Ο Σάσα Τζόρτζεβιτς εστίασε στο ότι “απλά αγαπούσαμε το χαρακτήρα του. Είναι ένας άνθρωπος από το Πίροτ, που πήγε στο Βελιγράδι, για να καταλήξει στο Σαράγεβο και μετά να αναλάβει την εθνική. Έκανε τα πάντα με το γνωστό, χαρισματικό στιλ του. Ήταν ο κόουτς της ζωής μας”.

Το ταξίδι σε κλουβιά για βοοειδή

Ο Πέσιτς πήγε την πιο ταλαντούχα γενιά της Ευρώπης -ου μην του κόσμου-, στα βουνά Stara, για να τους κάνει ομάδα. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που υπήρχαν σε αυτά, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας τους. Τους έβαλε σε τρένο από το Σπλιτ στο Πίροτ. Δεν υπήρχε άδεια θέση στα βαγόνια. Μόνο στο τελευταίο, που είχε κλουβιά για τη μεταφορά βοοειδών. Το πρώτο ήταν κατειλημμένο με αγελάδες. Το δεύτερο ήταν άδειο. Οι Κούκοτς, Ράτζα, Τζόρτζεβιτς και Ντίβατς πέταξαν τα πράγματα τους μέσα σε αυτό και κάθισαν. “Κοιτούσαμε έξω από το άνοιγμα του κλουβιού” λέει ο Κούκοτς. Ο Ζόραν Κάπλιτς ομολόγησε πως τώρα που το σκέφτεται “ήταν σαν ταινία του Ταραντίνο. Ήταν άλλες εποχές και αυτή η εμπειρία άνηκε σε όσες μας ωρίμασαν”. Όταν έφτασαν στο βουνό κατάλαβαν ότι “υπήρχαν φυλακές που ήταν καλύτερες από αυτό που βρήκαμε εκεί” εξηγεί ο Κούκοτς, “πιστεύω ότι στις φυλακές φέρονται στους κρατούμενους με καλύτερο τρόπο από αυτόν που ζήσαμε (γελάει), για ένα μήνα. Δεν υπήρχε τίποτα στο οπτικό μας πεδίο. Μόνο 10 παίκτες και 2 προπονητές”. Εκεί επέστρεφαν για ένα μήνα, κάθε καλοκαίρι της προσεχούς τριετίας. “Είχαμε ό,τι χρειαζόμασταν και δεν υπήρχε άνθρωπος στο χιλιόμετρο”, διευκρινίζει ο Πέσιτς. Στο ‘ό,τι χρειαζόμασταν’ ήταν ένα κατάλυμα και το γήπεδο. “Δεν υπήρχαν καν υπάλληλοι στο κατάλυμα. Ερχόταν κάποιος που ερχόταν για να ετοιμάσει το πρωινό, καθάριζε, πήγαινε σπίτι του και επέστρεφε για το γεύμα. Το μόνο που βλέπαμε όλη μέρα ήταν ο ένας τον άλλον” λέει ο Ράτζα. “Pure beaty” καταλήγει ο κόουτς.

Ο γυμναστής που προηγήθηκε -δεκαετίες- της εποχής του

Θα ήθελα να θυμίσω πως τότε δεν υπήρχε τίποτα από όσα είναι πρόχειρα σήμερα, σε μέσα ή προγράμματα. Δεν είχε αρχίσει καν, να εφαρμόζεται πρακτική για την ενδυνάμωση των μυών. Δεν υπήρχε η δουλειά σε ώμους, χέρια, κορμό και πόδια. Μόνο το ταλέντο και η τεχνική.

Αυτή η ομάδα ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε με προπονήσεις τριών φάσεων. Το πρωί όλα θύμιζαν στρατό. Ξεκινούσαν πριν ξημερώσει (στις 06.00), με τρέξιμο στο βουνό. Μετά έτρωγαν, έπειτα πήγαιναν για γυμναστική φυσικής κατάστασης (δες λίγο τη φωτογραφία που ακολουθεί, για τους σταθμούς που ‘χε εμπνευστεί ο γυμναστής), έτρωγαν, ξεκουράζονταν για λίγο και το απόγευμα πήγαιναν στο γήπεδο για μπάσκετ.

Οι παίκτες της Γιουγκοσλαβίας χρησιμοποιούν σταθμούς, στην προετοιμασία τους στα βουνά

Το trend της εποχής ήταν η εξέλιξη. “Ήταν ξεκάθαρο πως οι παίκτες δεν μπορούν να υλοποιήσουν μεγάλους στόχους, βασιζόμενοι μόνο στις τεχνικές γνώσεις. Έπρεπε να βελτιώνουν το σώμα τους” σχολιάζει ο γυμναστής. Ο Καράλεϊτς προηγήθηκε της εποχής του, με σταθμούς που έφτιαχνε με ό,τι υπήρχε πρόχειρο. Ήταν έξι και οι παίκτες χωρίζονταν σε δυάδες, όπως ακολουθούσαν ό,τι είχε γράψει ο ‘δάσκαλος’ στο χαρτί (πχ άσκηση α: 3Χ10). Στο τέλος των σημειώσεων ξεκινούσε μια καμπυλωτή γραμμή που κατέληγε στο ‘από τρεις φορές’. Αυτή (η γραμμή) είχε γίνει ο εφιάλτης των παικτών, οι οποίοι για πρώτη φορά ακολουθούσαν τόσο εντατική διαδικασία. Η καμπυλωτή γραμμή ήταν ο τρόπος του γυμναστή να δουλέψουν και το μυαλό τους. Ουδείς εξ όσων πέρασαν από αυτήν τη διαδικασία υπέστη σοβαρό τραυματισμό στην καριέρα του. Ο ειδικός είχε λάβει υπ’ όψιν το ύψος και το γεγονός ότι τα άκρα των παικτών ήταν μακριά, αλλά οι μύες αδύναμοι. Σκέφτηκε ‘πόσα push ups ή sits ups μπορείς να κάνεις σε αυτήν τη ζωή;’ πριν καταλήξει στη συνταγή που μετά ακολούθησαν όλοι.

Ο τεμπέλης Κούκοτς

“Όλοι ξέρουν για το ταλέντο που ‘χε ο Τόνι. Όταν κάναμε τις ασκήσεις ενδυνάμωσης στο βουνό, όλοι ανταποκρίνονταν, πλην αυτού. Πήγαινε από τον ένα σταθμό στον άλλο, αλλά δεν έκανε τη δουλειά”, αποκαλύπτει ο Καράλεϊτς, με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας του να παραδέχεται ότι “τα βάρη και ό,τι άλλο μας έβαζε να κάνουμε ήταν πρωτόγνωρα για εμένα. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα μου μου είχε πει να μη δουλεύω με πολλά βάρη”. Μια μέρα τον ρώτησε ο Πέσιτς γιατί κάθεται. “Μου απάντησε ότι ήταν ο προπονητής του, του είχε πει πως είναι πολύ νωρίς για εκείνον”. Ο Καράλεϊτς τηλεφώνησε στον Mπόζινταρ Μάλκοβιτς (αυτός ήταν ο κόουτς της Γιουγκοπλάστικα όπου έπαιζε ο Κούκοτς) και μετά ενημέρωσε τον παίκτη πως “συμφώνησε πως μπορείς να κάνεις τη δουλειά”. Αυτό και έγινε “και εξελίχθηκε σε έναν εκ των καλύτερων”.

“Στην εθνική ξεχνούσαμε ό,τι μας έλεγαν στις ομάδες”

Ο Αλιμπέγκοβιτς ενημέρωσε ότι όσοι περνούσαν από την προετοιμασία του Πέσιτς, πήγαιναν ξέροντας ότι “θα μας ‘καθαρίσει’ από την κορυφή έως τα νύχια και ενδελεχώς, με σαπούνι, στα βουνά. Το αυτό έκανε και στο μυαλό μας. Ό,τι κουβαλούσαμε από τους συλλόγους μας για το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε, τα ξεχνούσαμε. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το ότι ο Κούκοτς σήκωνε βάρη -και μάλιστα, πάρα πολλά. Ο Ντίβατς έκανε sit-ups, ενώ πρωτύτερα δεν μπορούσε να κρατήσει όρθιο τον κορμό του σε κάθε τέτοια προσπάθεια και τελικά, έγινε μετρ”.

Μεταξύ των καινοτομιών του Καράλεϊτς ήταν το Espander: το λάστιχο αντίστασης (αυτό που είναι δεμένο σε ένα στύλο στο γυμναστήριο, το περνάς στη μέση σου και όσο τρέχεις προκαλείται αντίσταση που σε τραβά πίσω) και τα γιλέκα με επιπρόσθετα βάρη (προνόησε να φτιάξει γιλέκα με διαφορετικά βάρη, ανάλογα με το σώμα του καθενός). Και τα δυο βελτίωναν τη φυσική κατάσταση και τη δύναμη. Στο τακίρ κέφι οι παίκτες έτρεχαν και με τα δυο πάνω τους.

Μια από τις καινοτομίες που εγκαινίασε η εθνική Γιουγκοσλαβίας U19, του 1987.

Το κρυφτό του Ντίβατς και η ‘απατεωνιά’ που έκανε με τον Ράτζα

“Oι δυο καλύτεροι σέντερ που είχαμε τότε, ο Ντίβατς και ο Ράτζα, συνειδητοποίησαν γρήγορα πως τα βάρη ήταν τα ίδια -σε σχήμα και μέγεθος- με τα περιοδικά comics του Άλαν Φορντ, όταν τα έκανες ρολό. Προχώρησαν λοιπόν, στη σχετική αντικατάσταση -εκεί όπου έμπαιναν τα βάρη στο γιλέκο, έβαζαν 4-5 περιοδικά” αποκαλύπτει ο “Σάλε”. Προφανώς και ο γυμναστής τους ‘έπιασε’. Αναγνώρισε πως τα παιδιά θα είναι πάντα παιδιά και τους άφησε να το ζήσουν. Κάτι που έκανε και όταν έτρεχαν μέσα σε τεράστια χόρτα που έφταναν έως το κεφάλι τους. “Κουνούσαμε το κεφάλι, σαν να τρέχαμε, διατηρώντας τη σειρά και το ρυθμό. Επίσης, κρυβόμασταν πίσω από το στάβλο, βρεχόμασταν με νερό και εμφανιζόμασταν 15 λεπτά μετά” λέει ο Κούκοτς.

Εκείνες τις εποχές υπήρχαν τα water boys, παιδιά που πήγαιναν στους παίκτες νερό και  πετσέτες. Ο Σβέτισλαβ Πέσιτς έκανε water boy το γιο του, Μάρκο. Ο Μάρκο έγινε ο ‘κατάσκοπος’ των παικτών και το παιδί για όλα τους τα θελήματα. Ήταν εχέμυθος και τους κέρδισε. “Μια μέρα ο Ντίβατς είχε κρυφτεί και μου είχε ζητήσει να τον ενημερώσω όταν περάσουν οι άλλοι, σφυρίζοντας. Μου είπε δέκα φορές να μη φωνάξω, αλλά να σφυρίξω”.

Ο Πέσιτς τους έδινε ρεπό και εκείνοι δεν το ήθελαν

Κάποια βράδια, μετά το δείπνο ο κόουτς έδινε ρεπό στους παίκτες του για το επόμενο πρωί. “Του λέγαμε πως δεν το θέλουμε και ότι προτιμούσαμε να πάμε για προπόνηση, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να κάνουμε εκεί όπου ήμασταν” λέει ο ‘Σάλε’. Οι επιλογές ήταν οι εξής: να παρακολουθήσουν τηλεόραση, να παρακολουθήσουν τηλεόραση ή δεδομένου ότι υπήρχε μόνο ένας σταθμός, μπορούσαν να παρακολουθήσουν βιντεοκασέτες. Όλες όσες είχαν μαζί τους είχαν παιχνίδια του ΝΒΑ. Το VCR ‘υπέφερε’ συχνά από υπερθέρμανση. Δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση σε αυτές τις βιντεοκασέτες. Οπότε η συλλογή δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Μια βιντεοκασέτα που πήγαινε όπου πήγαινε η ομάδα για δυο χρόνια ήταν οι τελικοί των Σέλτικς με τους Λέικερς.

Εφόσον ολοκληρωνόταν ο μήνας στα βουνά, ο Πέσιτς πήγαινε τα παιδιά στο Πίροτ και συνέχιζαν την προετοιμασία στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης, όπου υπάρχει ένα από τα πιο παλιά γήπεδα μπάσκετ της Σερβίας. “Όπως θα ξέρετε, η FIBA πρόσθεσε το τρίποντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984”.

Η σύγχυση που ένιωσαν αρχικά, οι παίκτες από αυτό το νέο σουτ, ήταν απίστευτη. “Είχαμε συμφωνήσει στο ότι κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να ευστοχήσει από εκεί” λέει ο Ίλιτς. Μέσα σε λίγες ημέρες ένιωθαν πως ήταν το ίδιο εύκολο με το να επιχειρούν βολές. “Έδωσε την ευκαιρία σε καλούς σουτέρ -που υπήρχαν σε όλες τις ομάδες- να ευστοχήσουν από το τρίποντο και για αυτό έγιναν πιο επιθετικές οι άμυνες” εξηγεί ο ‘Σάλε’, ‘από τότε το μπάσκετ άρχισε να μπαίνει σε μια νέα διάσταση, πιο αθλητική, πιο δυνατή. Άλλαξε ο τρόπος σκέψεις και οι τακτικές. Ήταν το σημείο που έγινε το μεγάλο άλμα για να γίνει το μπάσκετ το σπορ που ξέρουμε σήμερα”.

Η επίσκεψη σε θέατρο

Στο Πίροτ ο Πέσιτς συνέστησε στους παίκτες του πώς να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, οργανωμένα. Η πρώτη απόπειρα ήταν να τους πάει στο θέατρο. Όταν έφτασαν εκεί, είχαν μαζί τους αμέτρητα φύλλα ηλιοτρόπιων, τα οποία και άφησαν στον αέρα. Προκάλεσαν κονφούζιο και τους επέπληξαν. ”Μας είπαν πως δεν πρόκειται να μας ξαναπάνε πουθενά και ότι θα ξαναδούμε πολιτισμό όταν πάμε στην Ιταλία, για το Παγκόσμιο Κύπελλο”.

Ο κόουτς δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Προγραμμάτισε παιχνίδι ποδοσφαίρου μεταξύ των ‘εκλεκτών’ του και της Ράντνιτσκι. “Ο Κούκοτς έπαιζε καλό ποδόσφαιρο, ο Ντίνο επίσης, όπως και ο Ντίβατς. O Πετσάρσκι ήταν κακός, ο Παβίσεβιτς αποδείχθηκε εξαιρετικός, ο Ραντένκο ήταν ΟΚ, ο Αλιμπέγκοβιτς δεν είχε ιδέα, ενώ ο Άντβιτς είχε δυο αριστερά πόδια. Ξέρω πως θα τσαντιστούν με αυτά τα σχόλια, αλλά λέω την αλήθεια”, προλόγισε ο ‘Σάλε’. Ο Ίλιτς ήταν ο prankster της παρέας. “Άρχιζε τις φάρσες από την ώρα που ξυπνούσε” λέει ο Κούκοτς, με τον Παβίσεβιτς να προσθέτει “δεν του έδωσε κάποιος το ρόλο. Γεννήθηκε με αυτόν”.

Ο Παβίσεβιτς έκανε και τις δικές του φάρσες. Τη 10η φορά που είπε ο Πέσιτς στον Πετσάρσκι να κουρευτεί, ενημέρωσε τον συμπαίκτη του πως μπορεί να αναλάβει τη δουλειά, καθώς είχε κάνει σχετικά μαθήματα στο Σολτ Λέικ Σίτι”. Πήρε το ψαλίδι, έπιασε τη φράντζα και ‘κάρφωσε’ τον Πετσάρσκι στο μέτωπο. “Όσοι ήμασταν μπροστά, πέσαμε στα πατώματα από τα κλάματα -των γέλιων”. Ο Παβίσεβιτς συνέχισε να κόβει, όπου έκρινε “και την επομένη έπρεπε να έλθει άλλος να ισιώσει τα μαλλιά. Στο τέλος έμεινε με μια μικροσκοπική αλογοουρά. Την άφησε λέγοντας ‘είναι trend στο Τίτογκραντ” ενημερώνει ο Κοπρίβιτσα. Το ‘θύμα’ δεν μιλούσε για δυο μέρες στον Παβίσεβιτς.

Το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο ήταν το βουνό Ίγκναμ, ένα επίπεδο πάνω από το Πίροτ. Το πρόγραμμα ήταν 12 ημερών και το σύστημα 3+1. Δηλαδή, δουλειά για τρεις μέρες (δυο προπονήσεις την ημέρα) και αποθεραπεία για μία. Εκεί δούλεψαν περισσότερο το παιχνίδι τους, τις τακτικές.

“Πριν αναχωρήσουμε για το Μπόρμιο, ενημερωθήκαμε για μια φυσική καταστροφή σε περιοχή της Ιταλίας. Ο δρόμος που πήγαινες στο Μπόρμιο είχε καταστραφεί, από πλημμύρες. Έντεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες άλλοι είχαν τραυματιστεί. Το Παγκόσμιο U19 αναβλήθηκε. Μπορείτε να φανταστείτε πώς αισθανθήκαμε. Όχι μόνο σκεπτόμενοι τι είχαμε κάνει, αλλά και πόσα θα μπορούσαμε να επιτύχουμε”. Έμειναν στο βουνό να περιμένουν νέα. Δυο ημέρες αργότερα έμαθαν πως η διοργάνωση θα γινόταν.

Τα σκαλοπάτια που έδωσαν τον τίτλο του ντοκιμαντέρ.

Ο Καράλεϊτς είπε σε όλους ‘ας δούμε αν είμαστε έτοιμοι’. Ούτε ο Πέσιτς ήξερε τι εννοούσε. “Μας εξήγησε πως για να γίνουμε πρωταθλητές κόσμου πρέπει πρώτα να κατακτήσουμε αυτό’. Όπου ‘αυτό’ το βουνό”. Οι παίκτες έπρεπε να δείξουν θέληση και αποφασιστικότητα, όπως ανέβαιναν 250 σκαλοπάτια. Τους χώρισε σε τρεις ομάδες. Η πρώτη μπορούσε να σταματήσει δυο φορές. Η δεύτερη μία και η τρίτη καμία. Άρχισαν την αναρρίχηση, τρέχοντας. Τα τρία πρώτα σκαλοπάτια είχαν μήκος 2 μέτρων. Έπρεπε να κάνουν μεγάλο διασκελισμό για να περάσουν από το ένα στο άλλο. Μετά μίκραιναν, αλλά γίνονταν απότομα. “Όσο πιο πολύ χάναμε την αναπνοή μας, τόσο λιγότερο αιματώνονταν ο εγκέφαλος και τόσο περισσότερο χτυπούσε η καρδιά μας. Και όσο περισσότερο χτυπούσε η καρδιά μας, τόσο πιο ψηλά έπρεπε να σηκώνουμε τα γόνατα μας ” λέει ο Κούκοτς. Μπορούσαν να αρχίσουν σε ελαφρύ ρυθμό. Όταν έφταναν στην κορυφή, ένιωθαν πως το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σωριαστούν.

 “Στο τελικό σπριντ δεν είχε μείνει οξυγόνο στον εγκέφαλο. Σκοτείνιαζε το βλέμμα και το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν τα σκαλοπάτια. Αν κάναμε το λάθος να σηκώσουμε το βλέμμα μας, θα παραιτούμασταν”. Οι παλμοί τους ήταν μεταξύ των 220 και των 230 bpm, που είναι το όριο για το μπάσκετ.

Ακόμα και σήμερα, όσοι τα ανέβηκαν δεν είναι σίγουροι για τον αριθμό των σκαλοπατιών. Μόνο ο Κοπρίβιτσα το πέτυχε. Οι περισσότεροι είπαν κάτι μεταξύ των 250 και 350. Ο Κούκοτς ανέφερε το 700. Όλοι όμως, ήταν βέβαιοι πως ο σκοπός της ανάβασης ήταν κυρίως ψυχολογικός: κατακτώντας τα σκαλοπάτια πίστεψαν πως μπορούν να κατακτήσουν τον κόσμο.

Τη συνέχεια μπορείς να τη δεις στο ντοκιμαντέρ.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This