Επιλογή Σελίδας

Του Θάνου Σαρρή

Μολονότι το ποδόσφαιρο των μακρινών μεταβιβάσεων και του περάσματος της μπάλας στους σέντερ φορ με όσο το δυνατόν λιγότερες πάσες (Ο Τσαρλ Χιουζ της FA είχε καταλήξει πως το 85% των γκολ μπαίνουν σε επιθέσεις με πέντε ή λιγότερες πάσες) κυριαρχούσε, με εξαίρεση τη Λίβερπουλ των 80ς, στην προ-Premier League εποχή η τάση στο ξεκίνημα των 90ς και των πρώτων βημάτων της μετεξέλιξης της Divison One ήταν διαφορετική. Η αλλαγή των κανονισμών, η βελτίωση των αγωνιστικών χώρων, η σταδιακή εισχώρηση ξένων ποδοσφαιριστών και στοιχείων προπόνησης στο Νησί, ήταν παράγοντες που συντέλεσαν στην αλλαγή. Η Γουίμπλεντον, που έφτασε στην κατάκτηση του Κυπέλλου και η Γουότφορντ, που έφτασε τελικό και βγήκε δεύτερη στο πρωτάθλημα, κληροδοτώντας στην εθνική Αγγλίας τον προπονητή Γκρέιαμ Τέιλορ, ήταν ίσως οι μοναδικοί πιστοί υποστηρικτές του δόγματος των μακρινών μπαλιών. Με τον υποβιβασμό τους το 2001, αναδύθηκε η Μπόλτον του Σαμ Άλαρνταϊς.

Ο Big Sam. Ποδόσφαιρο σκοπιμότητας, μετρ στη σωτηρία ομάδων σε αποστολές αυτοκτονίας και ένα σκάνδαλο όταν επιτέλους ανέλαβε την εθνική ομάδα. Αυτά είναι τα πρώτα δεδομένα που έρχονται στο μυαλό των περισσότερων παρατηρητών, όταν ακούν το όνομά του. Κι όμως. Ο Άλαρνταϊς ήταν από τους ανθρώπους που συντέλεσαν αποφασιστικά στην αλλαγή του αγγλικού ποδοσφαίρου και η μελέτη του Μάικλ Κοξ στο βιβλίο «The Mixer» έρχεται για να δικαιώσει τον αντίκτυπο που πραγματικά είχε. Δεν ήταν μόνο η κόντρα σε όλες τις προβλέψεις παραμονή της Μπόλτον εκείνη τη χρονιά, αλλά η διάρκεια που έδειξε στη συνέχεια, κάνοντας 7 σερί χρονιές στην κορυφαία κατηγορία, παίζοντας Ευρώπη και διεκδικώντας θέση στο Champions League, με ένα στιλ παιχνιδιού που έμοιαζε ξεπερασμένο, αλλά στον πυρήνα του είχε πολύ σύγχρονα στοιχεία. 

Με μια μόνιμη δυσαρέσκεια για τον τρόπο που η εικόνα πλέον μετρούσε περισσότερο από την ουσία, ο δυσλεκτικός Άλαρνταϊς, που στις μέρες που φορούσε ακόμα εξάταπα έπαιρνε δύο ασπιρίνες πριν από κάθε ματς λόγω των πολλών επαφών που έκανε με το κεφάλι, είχε πρόταση για ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Μίλγουλ όταν ήταν μόλις 28 ετών. Την απέρριψε, θεωρώντας ότι δεν ήταν έτοιμος. Στην θέση του πήγε ο Τζορτζ Γκρέιαμ, από τον οποίό εμπνεύστηκε τις πρώτες ασκήσεις αμυντικής τακτικής. Επίσης, δούλεψε στην Πρέστον με τον Τζον Μπεκ, φανατικό του στιλ παιχνιδιού της περασμένης δεκαετίας. Ο Μπεκ, όμως, ήταν ένας manager που έφερε στατιστικολόγους για να διδάξουν στους παίκτες γιατί το πλάνο του είχε ουσία. Έκανε διάφορα τρικς, όπως για παράδειγμα να αφήνει ακούρευτο το γρασίδι κοντά στα σημαιάκια ώστε να “κολλάει” η μπάλα. Ο Άλαρνταϊς δεν ενέκρινε το ποδόσφαιρο που έπαιζε η ομάδα του, όμως πήρε κι από αυτόν πράγματα. Και βέβαια, υπήρξε και η Αμερική.

Το καλοκαίρι του 1983 ο Άλαρνταϊς έπαιξε 11 ματς για τους Τάμπα Μπέι Ρόουντις στη Νορθ Αμέρικα Σόκερ Λιγκ, τον προπομπό της MLS και το πρωτάθλημα που κάποτε έκανε την ποδοσφαιρική επανάσταση η Νιου Γιορκ Κόσμος του Πελέ. Μολονότι το επίπεδο του ποδοσφαίρου ήταν χαμηλό, ο Big Sam έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την προπόνηση και την προετοιμασία των ομάδων. Χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της ομάδας του NFL της πόλης, άλλαξαν εντελώς τα δεδομένα στα μυαλά του Άγγλου αμυντικού. «Ο τρόπος που προετοιμάζονταν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, άνοιξε τα μάτια μου και ήταν μία από αυτές τις εμπειρίες που αλλάζουν τη ζωή σου. Έμαθα ότι υπάρχουν τόσα πολλά στην προετοιμασία από αυτά που κάναμε στην Αγγλία, η λεπτομέρεια σε κάθε παίκτη ήταν εντυπωσιακή». Η παρουσία μασέρ, διατροφολόγων, ψυχολόγων, στατιστικολόγων, αναλυτών, καθώς και η χρήση της τεχνολογίας ήταν ήδη διαδεδομένη στις ΗΠΑ, αρκετά χρόνια πριν εισαχθεί στην Ευρώπη. Ο Άλαρνταϊς δεν ξέχασε τα όσα έμαθε. To 1997, όταν ανέλαβε τη Νοτς Κάουντι, θεώρησε ως πιο σημαντική προσθήκη τον νέο φυσικοθεραπευτή που πήγε στο σύλλογο. Στη Μπόλτον, προσέλαβε τον Ντέιβ Άλρεντ, ο οποίος είχε μετατρέψει τον Τζόνι Γουίλκινσον στον κορυφαίο παίκτη του πρωταθλήματος Ράγκμπι, οδηγώντας την Αγγλία στην κατάκτηση του Παγκόσμιο Κυπέλλου. 

Αργότερα, συνάντησε τον Μπίλι Μπιν, εμπνευστή του περίφημου “moneyball” στο μπέιζμπολ και τον Ντέιβ Μπρέιλσφορντ, ο οποίος άλλαξε την ποδηλασία στη Βρετανία. Ο ευέξαπτος προπονητής ήταν από τους πρώτους που κατάλαβε ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να εισάγει στοιχεία από άλλα σπορ, αναγνωρίζοντας τη σημασία των επιστημόνων του αθλητισμού όταν αρκετοί συνάδελφοί του δεν ήξεραν καν τι σημαίνει αυτό.

Στη Μπόλτον έφτασε σε σημείο τα μέλη του σταφ να είναι περισσότερα από τους παίκτες, κάτι ασυνήθιστο ακόμα και σήμερα. Όταν παρέλαβε το τιμητικό διδακτορικό του του από το Πανεπιστήμιο του Μπόλτον, στάθηκε στην προσπάθεια που έκανε για να φέρει αυτή την «ομάδα πίσω από την ομάδα». Επίσης έδωσε έμφαση στην διατροφή και την ψυχολογία, αλλά και στη στατιστική, την οποία χρησιμοποίησε και για την διαχείριση του ρόστερ, αναζητώντας την μάξιμουμ φρεσκάδα στους παίκτες και δουλεύοντας στην πρόληψη τραυματισμών. Ο Άλαρνταϊς προτιμούσε να βλέπει τα πράγματα από ψηλά για να αναλύει καλύτερα τις τακτικές καταστάσεις, πήγαινε στο ημίχρονο για ομιλία έχοντας ήδη στατιστική ανάλυση από τα πρώτα 45′, ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησαν το ProZone και έθετε απτούς στόχους, με αριθμούς και δεδομένα στην προετοιμασία. Στο περίφημο «War Room» που διατηρούσε στο προπονητικό της ομάδας, βρίσκονταν όλα εκεί. Ήταν το δικό του αρχηγείο για την προετοιμασία και την τακτική της Μπόλτον. 

Ο… θρύλος θέλει τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον να πηγαίνει μετά το τέλος ενός αγώνα με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο γραφείο του για ένα κρασί και να μένει άναυδος από το πόσοι άνθρωποι βρίσκονταν πίσω από μια οθόνη και ανέλυαν το ματς που μόλις είχε τελειώσει. Τα στατιστικά προφίλ που δημιουργούσε τον βοηθούσαν τόσο στο μεταγραφικό παζάρι, όσο και στην αποφυγή τραυματισμών, αλλά και σε κάτι άλλο που έκανε με επιτυχία: Την αλλαγή θέσεων στους παίκτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κέβιν Νόλαν, ένα άχαρο σέντερ μπακ, για το οποίο ο Άλαρνταϊς είχε αμφιβολία για το αν θα παίξει καν επαγγελματικά, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε μέσο με τρομερή ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι, να ακολουθεί τις φάσεις και να σκοράρει από τις «δεύτερες» προσπάθειες. Ο Μάικ Φορμπ, υπεύθυνος για την απόδοση, πήρε μεταγραφή για την Τσέλσι, ενώ δούλεψε στη συνέχεια και στο NFL.

O manager από τα Δυτικά Μίντλαντς δεν φοβήθηκε να πάρει παίκτες μεγάλους σε ηλικία, ή με δείγματα προβληματικής συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα ο Τζόρκαέφ, που όπως υποστήριζε αργότερα ο Άλαρνταϊς έβαλε την Μπόλτον στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Χάρη στα στατιστικά του μοντέλα και την εις βάθος ανάλυση, ήξερε απόλυτα τι έψαχνε σε κάθε παίκτη. Δεν δίσταζε όταν θεωρούσε ότι υπάρχει λόγος να ξεφύγει από το δρόμο που χάραζε η στατιστική, όπως στην περίπτωση του Ιβάν Κάμπο. Ο Ελ Χατζί Ντιούφ έφτασε να τον αποκαλεί πατέρα, ενώ ο Νικολά Ανέλκά ανέστησε την καριέρα του στην Μπόλτον, πηγαίνοντας έπειτα στην Τσέλσι και βγαίνοντας πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος.

Μολονότι η αγωνιστική του φιλοσοφία ήταν αυτή των μακρινών μπαλιών και της σκοπιμότητας, ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησε σύστημα με έναν σέντερ φορ, «κρύβοντας» έναν δεύτερο επιθετικό στα άκρα και φορτώνοντας την μεσαία γραμμή, παρότι δεν τον ενδιέφερε η κυκλοφορία και η κατοχή. Ο στόχος του, που ολοκληρώθηκε με την προσθήκη του Γιανακόπουλου ήταν μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε παίκτες με άριστη τεχνική (π.χ Οκότσα) που μπορούσαν να κάνουν το απρόβλεπτο και «εργαλεία», ικανούς να υπηρετήσουν το αγωνιστικό του πλάνο και να χτυπήσουν τον αντίπαλο στα αδύνατά του σημεία, τα οποία πάντα αναλύονταν. Ισορροπία και σταθερότητα. Αυτές οι δύο λέξεις καθόριζαν το αγωνιστικό του πλάνο, έχοντας έναν άσο στο μανίκι για κάθε περίσταση.

«Υπάρχουν δύο είδη προπονητών. Προπονητές σαν εμένα, που ζυγίζουν τον αντίπαλο και ζητούν από την ομάδα να προσαρμοστεί. Ο Φέργκι ήταν αυτής της λογικής, το ίδιο και ο Μουρίνιο. Μετά, υπάρχει ο Αρσέν που δεν θα προσαρμοστεί. Υπάρχει ο Ρότζερς που επίσης δεν θα το κάνει, όπως και ο Πελεγκρίνι. Η φιλοσοφία τους είναι διαφορετική από τη δική μας. Η δική μας έχει να κάνει με τον ποιον έχουμε αντίπαλο. Η δική τους είναι περισσότερο “παίζουμε με τον τρόπο μας” και δεν την αλλάζουν, συνεχίζουν να κάουν το ίδιο. Γι’ αυτό μπορείς να τους νικήσεις», έλεγε.

Αν και ελάχιστοι τον συμπάθησαν ή αναγνώρισαν την συνεισφορά του, η αλήθεια είναι πως ο Άλαρνταϊς έδωσε πράγματα στο αγγλικό ποδόσφαιρο, ενώ προχώρησε τον δικό του μοναχικό δρόμο, αδιαφορώντας για σχόλια και κριτικές. Τσακώθηκε με πολλούς, τσαλακώθηκε, εκτέθηκε μπήκε στο σύστημα και ενεπλάκη στο σκάνδαλο με τις μίζες. Όμως κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι ήταν τελικά πρωτοπόρος.

 Αφενός επέμεινε σε έναν τρόπο παιχνιδιού που για πολλούς έμοιαζε ξεπερασμένος, αφετέρου όμως εφάρμοσε πίσω από τη σκηνή μεθόδους και διεργασίες που μεγαλύτερες ομάδες άργησαν πολύ να τις υιοθετήσουν. Παράλληλα, προκάλεσε ουκ ολίγες εκπλήξεις στους μεγάλους (κλασικό του θύμα η Άρσεναλ), εξαφάνισε αρκετούς ποδοσφαιριστές παγκόσμιας κλάσης με την τακτική του, έσωσε ομάδες από σίγουρο υποβιβασμό. Πίσω από το όχι και τόσο γοητευτικό του στιλ, υπήρχε μια ολόκληρη επιστήμη. Και παρότι οι περισσότεροι δεν θα την αναζητήσουν ποτέ, ο Άλαρνταϊς μαζί με τον Βενγκέρ ήταν οι πρώτοι που έφεραν αυτά τα στοιχεία στο αγγλικό ποδόσφαιρο.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This