Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Δεν έχει νόημα να επιχειρήσει κανείς μια σε βάθος ποδοσφαιρική ανασκόπηση στο 2018 για να το αποχαιρετίσει με την κυρίαρχη αίσθηση ότι αφήνει πίσω ακόμη μια χαμένη χρονιά. Και δεν δημιουργεί θετική αύρα, η γκρίνια, για να υποδεχθούμε τη νέα χρονιά. Σε αυτό το σημείωμα λοιπόν, το τελευταίο μου για το 2018, δεν θα θυμίσω τι ζήσαμε, ούτε θα κάνω ευχές για όσα δεν θέλω να ξαναδώ στη ζωή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Θα εξηγήσω μόνο αυτό που αντιλαμβάνομαι ως το σημαντικότερο για το αύριο του ελληνικού ποδοσφαίρου, δηλαδή θα μιλήσω για αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία και βαθύτερη σημασία από όποιο VAR, όποια αλλαγή στη δομή, τη φύση, την οργάνωση και τη λειτουργία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου: την υποδομή. 

Τις προάλλες σε μια συζήτηση με τον Μιχάλη Τσόχο πιάσαμε τους εαυτούς μας να γελούν προς εκτόνωση των αρνητικών συναισθημάτων που μας προκαλούσε η διαπίστωση ότι η ελληνική είναι η μόνη αγορά του ποδοσφαίρου στην οποία παραμένουν, στο τέλος του 2018, άγνωστοι και “ανώνυμοι” οι διευθυντές των ακαδημιών των μεγάλων συλλόγων. Προτού συνεχίσεις την ανάγνωση κάνε το τεστ στον εαυτό σου: αν δεν είσαι μέλος αυτής της αγοράς ή της κλειστής κοινωνίας των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στις υποδομές, το πιθανότερο είναι ότι δεν γνωρίζεις το όνομα του τεχνικού διευθυντή μιας ακαδημίας, με εξαιρέσεις ενδεχομένως αυτούς που κατέχουν/κατείχαν τη θέση σε ΑΕΚ (Ζήκος), Ολυμπιακό (Καραταΐδης), Παναθηναϊκό (Φύσσας). Το πιθανότερο είναι ότι, για παράδειγμα, δεν γνωρίζεις καν ότι ο ΠΑΟΚ έχει προσλάβει εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο έναν Ισπανό, με θητεία στη Μασία, τον Ντάνι Αλσίνα. Σε μια εποχή που η προηγμένη ευρωπαϊκή αγορά επενδύει, με διάφορους τρόπους, δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε ποδοσφαιριστές ηλικίας ακόμη και κάτω των 18 και κάνει ακριβές μεταγραφές ποδοσφαιριστών στη στιγμή της ενηλικίωσής τους, στην Ελλάδα η βελόνα παραμένει κολλημένη στην αγορά έτοιμων ποδοσφαιριστών. Τόσο κολλημένη, που η κοινωνία των αναλυτών του ποδοσφαίρου ακούει τον Νίκο Νταμπίζα, έναν ήδη επιτυχημένο και σίγουρα εκ των πιο μορφωμένων Ελλήνων τεχνικών διευθυντών που εμφανίστηκαν ποτέ στο ποδόσφαιρο, να δηλώνει ότι προτιμά την επένδυση στην υποδομή από οποιαδήποτε επένδυση στην αγορά ενός έτοιμου ποδοσφαιριστή, και τα βρίσκει τα λόγια του κενά και αδιάφορα. 

Δεν ζω με την ψευδαίσθηση ότι ξαφνικά τα παρωχημένα μυαλά του ελληνικού ποδοσφαίρου θα αλλάξουν τόσο θεαματικά τον τρόπο της λειτουργίας τους, ούτε φυσικά ότι ξαφνικά θα εκλείψουν οι λόγοι της παράνομης κονόμας που τους οδηγούν στην επιλογή να ψωνίζουν από τις μάντρες των διαμεσολαβητών που φέρνουν καραβιές ανώνυμων ταβανάτων αλλοδαπών ή διακινούν “μεσήλικες” και ποτισμένους στην ελληνική – “1 ημίχρονο, 2 τελικό”- νοοτροπία ποδοσφαιριστές. Ποντάρω όμως στις νεότερες γενιές των προπονητών και των στελεχών που καταφέρνουν να βρουν χώρο για να λειτουργήσουν εντός του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ποντάρω σε μυαλά σαν του Νταμπίζα, δηλαδή στα παιδιά που είχαν την ικανότητα και την ευλογία να ζήσουν όλο αυτό που οδήγησε στην κατάκτηση του Euro 2004 και διήρκεσε μέχρι το καλοκαίρι του 2014. Ποντάρω σε αυτούς που μπολιάστηκαν με την νοοτροπία και τις ιδέες του Φερνάντο Σάντος τον καιρό που εκείνος εκπονούσε και έβαζε σε λειτουργία το σχέδιο για την εκπαίδευση των ποδοσφαιριστών από την εφηβική ηλικία με το όραμα αυτοί να φτάνουν έτοιμοι στην Εθνική Ανδρών. Ποντάρω σε όλα αυτά τα παιδιά της νέας γενιάς που σήμερα στελεχώνουν ακαδημίες ανά την υφήλιο και αποδεικνύονται υψηλών προδιαγραφών επαγγελματίες. Έχω συναντήσει αξιόλογους τέτοιους μέχρι και την τελευταία εσχατιά της γης, διότι ναι, οι ξένοι εκπαιδεύονται τους νέους Έλληνες για την εκπαίδευση των παιδιών πολύ περισσότερο και πιο ουσιαστικά συγκριτικά με εμάς.

Θα ήθελα να ποντάρω και στην κυβερνητική υποστήριξη, όπως και στη δουλειά που κάνουν οι μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο ποδόσφαιρο, για να ψηθώ κάπως έτσι ότι το ρεύμα που σιγά σιγά δημιουργείται θα μεγαλώσει τόσο που να φτάσουμε να ζήσουμε την ημέρα που ένα project σαν αυτό του Παναθηναϊκού δεν  θα αποτελεί τη μύγα μέσα στο ξινισμένο ελληνικό γάλα.

Μαυρίζει η ψυχή σου αν περιπλανηθείς λίγο στον U17, U15, U14 κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου, διότι διαπιστώνεις ότι και αυτός, όπως τόσοι άλλοι, είναι ένας ελληνικός κόσμος που ζει με φακελάκι, για το φακελάκι. Το όραμα δεν αποτελεί κανόνα, παραμένει εξαίρεση. Και πρέπει να ψάξεις πολύ και παντού για να φτάσεις να βρεις αρκετά καλά σημάδια ανθρώπων και συλλόγων και να μπορέσεις να τα βάλεις στη σειρά ώστε να σχηματίσεις ένα σύνολο που να σε πείθει ότι δεν είναι εντελώς σάπια τα θεμέλια του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Ξέρω, το ξέρω καλά ότι όλο αυτό το θέμα δεν είναι “εμπορικό” παρ’ όλο που αφορά χιλιάδες οικογένειες που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης ή και εξαπάτησης επειδή κάποιος ή κάποιοι τους βάζουν στο χέρι και θησαυρίζουν πουλώντας όνειρα καριέρας που αποδεικνύονται φύκια και όχι μεταξωτές κορδέλες. Ξέρω καλά ότι δεν μου αναλογεί να λύσω το πρόβλημα· δεν είναι του δημοσιογράφου “δουλειά” η εκπόνηση και η λειτουργία ενός σχεδίου που θα αλλάξει τις προδιαγραφές λειτουργίας της υποδομής, δεν είναι “δουλειά” του δημοσιογράφου να καθαρίσει τον χώρο από τους τυχοδιώκτες και τα λαμόγια που χρηματίζονται ή ζουν από μίζες. Είναι όμως “δουλειά” μας να επαναλαμβάνουμε το αυτονόητο, με την ελπίδα να βοηθήσουμε να αλλάξει η νοοτροπία. Στο gazzetta έχουμε προσπαθήσει πολύ, πολλοί, παντοιοτρόπως. Σε ό,τι μας αφορά, δεν θα το ξανακάνουμε απλώς εντός 2019. Θα το παρακάνουμε. Με την ελπίδα το τέλος της νέας χρονιάς να μας βρει όλους μαζί εδώ, γερούς, να συζητάμε κοιτάζοντας πίσω σε μια ομορφότερη και πιο αισιόδοξη εικόνα συγκριτικά με αυτή που αφήνουμε πίσω. Καλή χρονιά!

Πηγή: Gazzetta