Του Zastro
«Εγώ δεν έχω μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο. Το ξεχνάνε πολλοί αυτό.
Δεν είμαι το ταλέντο που ανακάλυψαν οι scouts και το έφεραν στις ακαδημίες με εξασφαλισμένο μέλλον, πληρωμένα τροφεία και μια αργομισθία για τους γονείς.
Εγώ πήγα κόντρα σε όλους.
Από την πρώτη στιγμή, και οι γονείς μου και οι προπονητές ήταν απέναντί μου και δεν με στήριξαν.
Είμαι αυτοδίδακτος και έγινα αυτό που έγινα γιατί δεν έδινα σημασία σε αυτό που μου έλεγαν οι άλλοι να κάνω.
Τα περισσότερα, τα έκανα μόνος μου».
Όταν η ίδια η ζωή αποφασίζει να χτυπήσει σκληρά, οι επιλογές είναι συγκεκριμένες και οι εναλλακτικές λύσεις ελάχιστες.
Είτε εγκαταλείπεις, σκύβοντας το κεφάλι αποδεχόμενος τη μιζέρια και τον πόνο, είτε δίνεις τη μάχη γαντζωμένος στο μοναδικό σου όπλο: το ταλέντο.
Στο ταλέντο και τις δεξιότητες του καθενός οικοδομείται η πανοπλία που αντέχει τα αλλεπάλληλα χτυπήματα και με αφετηρία αυτήν την πανοπλία χτίζεται με τα χρόνια το ανυπέρβλητο φρούριο προστασίας που μας επιτρέπει να κοιτάζουμε τους εχθρούς σε αυτή την ανελέητη διαδρομή από ψηλά.
Στην κορυφή, όπως την προσδιορίζει ο καθένας μέσα του, κανείς άλλος δεν μπορεί να πατήσει, γίνεσαι αυτόματα ο γίγαντας που κοιτάζει τους υπόλοιπους σαν νάνους.
Το συγκεκριμένο φρούριο χτίστηκε με πολύ κόπο και ανείπωτο, αδιόρατο πόνο. Ο συγκεκριμένος γίγαντας ήταν γιος ενός Βόσνιου και μιας Κροάτισσας και η δική του δεξιότητα, το δικό του ταλέντο, ήταν πότε να κλωτσάει, πότε να χτυπάει και πότε να χαϊδεύει μια μπάλα ποδοσφαίρου.
Ενίοτε αρκούσε απλώς να την αγγίζει, να την κοιτάζει, να υπολογίζει την τροχιά της και να τη σαγηνεύει σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να τον υπακούει τυφλά. Αυτός ο γίγαντας που μας κοιτάζει ψηλά από το αλλόκοτο φρούριό του, είναι ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς.
Τα θεμέλια τα έβαλε στο Μάλμε, στη Σουηδία. Δύσκολη παιδική ηλικία, ειδικά για ένα ατίθασο παιδί που δεν προσλάμβανε από πουθενά συναισθήματα.
Δεν υπήρχε έννοια οικογενειακής θαλπωρής στο σπίτι, δεν άκουσε ποτέ μπράβο, δεν τον επιβράβευσε κανείς στο πρώτο Α στο σχολείο.
Δεν υπήρχε αγάπη στο σπίτι, στις γιορτές αντί για δώρα, η οικογένεια Ιμπραΐμοβιτς αντάλλαζε βρισιές και βία.
Αυτό ήταν το φυσιολογικό, αυτή ήταν η πρακτική και οι προσλαμβάνουσες του Ζλάταν.
Δεν συζητούντο τα προβλήματα για να βρεθούν οι λύσεις, διότι κάποια προβλήματα δεν λύνονται. Είναι έτσι, τα αποδέχεσαι και προχωράς παρακάτω.
Ο πιτσιρικάς είχε γίνει επιθετικός στη γειτονιά, το παιδί που οι υπόλοιποι γονείς έδειχναν με το δάχτυλο για να μην κάνουν παρέα μαζί του τα υπόλοιπα παιδάκια.
Ο Ζλάταν έκλεβε ποδήλατα, έβριζε, τσακωνόταν, έλεγε τα πιο ακατάλληλα πράγματα στην πιο άβολη στιγμή. Έτσι είχε μάθει, αυτό νόμιζε ότι ήταν το φυσιολογικό, έτσι ένιωθε άνετα με το περιβάλλον που δεν τον καταλάβαινε.
Μέχρι που μεγάλωσε λίγο, μπήκε στην προεφηβεία και άρχισε να προσδιορίζει μόνος του αξίες και προτεραιότητες. Αποφάσισε ότι δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι, δεν έχει σημασία αν για τους γονείς σου είσαι βάρος και ουσιαστικά δεν σε θέλουν στα πόδια τους.
Ο Ζλάταν αποφάσισε να μετατρέψει το πρόβλημα σε λύση, έκανε το μειονέκτημα πλεονέκτημα τη στιγμή που κατάλαβε ότι το δρόμο, τη διαδρομή του, θα την χαράξει μόνος του. Κοιτώντας πάντα μπροστά, ευθεία, χωρίς να παρεκκλίνει στιγμή από την πορεία του.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μη λυγίσει στις προσβολές, να μην τον διχάσει η πολιτική ορθότητα που ανέβλυζε γύρω του, να αλλάξει τον εαυτό του επειδή οι άλλοι του έλεγαν να το κάνει. Η δύναμή του ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Ο Ζλάταν έγινε Ζλάταν, επειδή πάντα και παντού ήταν ο Ζλάταν. Οξύμωρο και επαναληπτικό, αλλά έτσι έσωσε τον εαυτό του και έτσι έχτισε το φρούριο για να μας κοιτάζει όλους από ψηλά.
«Με έχουν ρωτήσει κατ’ επανάληψη τι θα είχα απογίνει αν δεν έπαιζα ποδόσφαιρο. Ειλικρινά δεν είμαι ακόμα σε θέση να απαντήσω, για την ακρίβεια, δεν έχω ιδέα τι θα είχα απογίνει. Πιθανότατα, θα ήμουν ένας κοινός εγκληματίας, μέλος μιας συμμορίας. Έκανα πολλά λάθη όταν ήμουν μικρός, αναζητώ φίλους και γνωστούς εκείνης της εποχής και ορισμένους δεν μπορώ καν να τους εντοπίσω, δεν είμαι βέβαιος αν ζουν, αν υπάρχουν».
Ακόμα και στην καρδιά της ήρεμης και φιλήσυχης Σουηδίας, της «κρύας» Σουηδίας, όπως μας έχουν μάθει να πιστεύουμε, υπάρχουν εκείνα τα μέρη που αποφεύγουν οι υπόλοιποι πολίτες.
Ο Ζλάταν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Rosengård, στην πρώτη ισλαμική γειτονιά στην Ευρώπη που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Miljon programmet της σουηδικής κυβέρνησης τη δεκαετία του ’60.
Ο στόχος ήταν «ένα εκατομμύριο σπίτια» για να λυθεί (τότε) το δημογραφικό και επιδεινούμενο στεγαστικό πρόβλημα των ανέργων, στην πλειοψηφία μεταναστών.
Η εγκληματικότητα και η αδυναμία συνύπαρξης των ανθρώπων οδήγησε το πρόγραμμα στην αποτυχία, με αποτέλεσμα σήμερα να ζουν περίπου 25 χιλιάδες άνθρωποι στο Rosengård.
Σομαλοί, Γιουγκοσλάβοι, Τούρκοι, Πολωνοί, στο Μάλμε είχαν εγκατασταθεί πλειάδα εθνοτήτων με αδυναμία συνεννόησης μεταξύ τους που δημιούργησε μια εκρηκτική ατμόσφαιρα σε κοινωνικό επίπεδο.
Το ίδιο εκρηκτική ήταν και η ατμόσφαιρα στην οικογένεια Ιμπραΐμοβιτς. Γονείς χωρισμένοι, ετεροθαλή αδέλφια που στέκουν καχύποπτα το ένα απέναντι στο άλλο, φωνές, πολλές φορές ενδείξεις ενδοοικογενειακής βίας.
Ο μελαχρινός ψηλόλιγνος πιτσιρίκος έβρισκε καταφύγιο στο δρόμο. «Ξεχνιόταν» επίτηδες μέχρι αργά, ήταν εκείνος που προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους για το περίφημο «λίγο ακόμα» της παιδικής μας ηλικίας. Μια μπάλα παλιακή, δυο τσάντες, δυο κάδοι ή δυο πέτρες για τέρμα και αυτοσχεδιασμός, ατέλειωτος αυτοσχεδιασμός.
Τα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα με δεκάδες κινδύνους να περνούν απαρατήρητοι στο χώρο. Εκεί έμαθε πώς να τα καταφέρνει υπό οποιαδήποτε συνθήκη ο Ζλάταν, εκεί έμαθε να τριπλάρει σε μια σπιθαμή χώρο, εκεί φρόντισε να μάθει να ίπταται, να τεντώνει τους μύες των ποδιών για να προλάβει ένα σπασμένο τζάμι που σήμαινε αυτόματη τιμωρία.
Αυτό ήταν το μεγάλο του σχολείο, εκεί κοινωνικοποιήθηκε για πρώτη φορά, στο δρόμο έκανε φίλους, με τη μπάλα έμαθε να ξεχωρίζει, γιατί με τα βιβλία στο κανονικό σχολείο ουδέποτε ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση.
«Μόνο στο δρόμο ένιωθα ότι μπορώ να τρέξω και να μην με πιάσει κανείς. Μόνο εκεί είχα την αίσθηση ότι δεν μπορεί να μου συμβεί κανένα κακό».
Ο Ζλάταν έτρεχε. Έτρεχε πολύ. Πάλευε να ξεφύγει από σκέψεις και προβλήματα, μαχόταν γιατί μέσα του ήξερε ότι δεν μπορεί να σωθεί διαφορετικά. Μόνο αν τρέξει. Γιατί στο Rosengård όσο παρέμενες ακίνητος τόσο αυξανόταν ο κίνδυνος να πας χαμένος.
Όταν το ταλέντο του τον έσπρωξε από το δρόμο στην αλάνα κι από την αλάνα στα γηπεδάκια της γειτονιάς με το συρματόπλεγμα και το χορτάρι, έπρεπε να τρέξει ακόμα περισσότερο.
Ο χαρακτήρας δεν «ρυθμιζόταν», οι εκρήξεις δεν αποφεύγονταν, οι προσλαμβάνουσες δεν τον άφηναν να ενταχθεί σε πειθαρχημένο πλαίσιο και να γίνει μέρος αυτού που υποτίθεται υπηρετούσε.
Όπου κι αν πήγαινε, οι γονείς διαμαρτύρονταν για το ατίθασο παιδί που κλωτσάει επικίνδυνα, που μαλώνει για ένα φάουλ και σοκάρει τα δικά τους παιδιά με βρισιές που δεν είχαν ξανακούσει.
Ο Ζλάταν έφτανε στις προπονήσεις με το ποδήλατο που είχε κλέψει το προηγούμενο βράδυ, ήταν ανταγωνιστικός σε βαθμό να καταστρέφει τα όνειρα σε συνομήλικους που είχαν ήδη ενταχθεί στο «πλαίσιο», στο «πρόγραμμα» μιας ακαδημίας, μιας ομάδας ποδοσφαίρου.
Οι προπονητές όμως κουνούσαν απλώς συγκαταβατικά το κεφάλι και υπόσχονταν πράγματα που μέσα τους γνώριζαν καλά ότι δεν πρόκειται να επιτύχουν με το χαρακτήρα του ατίθασου, του «δύσκολου» παιδιού της παρέας.
«Δούλευα σαν το σκυλί, έκανα προπόνηση και τα άντεχα όλα, σαν το γαϊδούρι που το φορτώνουν με περισσότερο φορτίο κάθε φορά. Δεν με ένοιαζε όμως. Γύριζα το βράδυ στο σπίτι της μάνας μου και ξανάπαιζα με πόνους στο δρόμο με τα παιδιά της γειτονιάς. Έβγαζα δέκα κορώνες από την τσέπη και προκαλούσα τα μεγαλύτερα παιδιά να μου πάρουν τη μπάλα και να τους δώσω τα λεφτά. Δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι για μένα. Έτσι πίστευα ότι θα βελτιώσω την τεχνική μου, ότι θα μπορώ να προστατεύω καλύτερα τη μπάλα με το σώμα μου, ότι θα μου βγαίνει φυσικό να αντιμετωπίζω τους επόμενους αντιπάλους».
Όλα ξεκίνησαν να βρίσκουν το δρόμο τους όταν ο Ζλάταν ξεκίνησε να παίζει στην πρώτη του ομάδα, εκείνη με το εύγλωττο όνομα: Balkan. Ταίριαξε αμέσως στην ομάδα, δίπλα του είχε παιδιά μεταναστών, υψηλό ανταγωνισμό από παιδιά με το ίδιο κίνητρο που δεν δίσταζαν να προσβάλουν, να κοντράρουν, να τα βάζουν με όλους.
Για τον Ζλάταν, αυτό το «τοξικό» περιβάλλον ήταν εξαγνιστικό, αισθανόταν όπως στη γειτονιά του, ξανάβρισκε τις συνήθειες του σπιτιού του. Το παράκανε βέβαια και εκεί, με αποτέλεσμα ακόμα και με προπονητές που «κατανοούσαν» να τιμωρείται με αποκλεισμούς από την αποστολή ή υποχρεωτική παραμονή στον πάγκο.
Ο Ζλάταν, όμως. εκεί. Κοιτούσε ανέκφραστος και μέσα του έλεγε κάτι σαν το “I’ ll be back” του Σβαρτζενέγκερ στον Εξολοθρευτή, ήξερε πως, ό,τι κι αν κάνει, θα είναι πάντα έτοιμος να δώσει απαντήσεις με την πρώτη ευκαιρία και να αποδείξει ότι είναι απαραίτητος.
Σε ένα παιχνίδι με τη Vellinge, ο προπονητής τον είχε εκτός ενδεκάδας για να τον συνετίσει, είχε υποπέσει στο πολλοστό πειθαρχικό παράπτωμα.
Στο ημίχρονο, η «σκληρή» Balkan έχανε 4-0 από τα ξανθωπά παιδιά του μπαμπά της Vellinge και ο προπονητής του είπε να μπει μήπως μαζευτεί η κατάσταση.
Το ματς έληξε 5-8, αλλά δεν είναι το σκορ το εντυπωσιακό του πράγματος. Και τα 8 γκολ της ομάδας τα πέτυχε ο Ζλάταν. Σε ένα ημίχρονο, 8 γκολ.
«Δεν πιστεύω στους ιππότες της ηθικής και της τάξης. Κάποιες φορές, όταν δεν έχεις επιλογή, προχωράς παραβιάζοντας τους κανόνες. Νομίζετε ότι θα γραφτεί ποτέ βιβλίο για εκείνα τα επιμελή παιδιά του Μάλμε ή θα γραφόταν για μένα εάν πήγαινα με το σταυρό στο χέρι;».
Αυτός είναι ο χαρακτήρας και η φιλοσοφία ζωής του Ζλάταν. Αυτή είναι η διαμορφωμένη προσωπικότητα που τον σπρώχνει να θέλει να αναλάβει τα ηνία της κάθε ομάδας που αγωνίζεται.
Δεν τον ενδιαφέρει αν είναι η Μπάλκαν, η Μάλμε, ο Άγιαξ, η Γιουβέντους, η Ίντερ, η Μίλνα, η Παρί, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Μόνο σε μια ομάδα δεν κατόρθωσε να είναι ο Ζλάταν, γιατί εκείνη την εποχή το club τον αξιολόγησε απλώς σαν έναν ποδοσφαιριστή-star και όχι σαν Ζλάταν.
Τσακωμοί και φωνές καθημερινά με τον Γκουαρντιόλα, σχεδόν μόνιμα εκτός ενδεκάδας, σεζόν σαν βοηθητικός και όχι σαν πρωταγωνιστής.
Το έβλεπες στα μάτια του ότι το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα εκδικηθεί, καταλάβαινες από τις διαρκείς απρέπειες ότι το πράγμα κινείτο στα όρια. Ίσως και λίγο παραπέρα.
Κυκλοφόρησε και μια φωτογραφία του τότε, στο πάρκινγκ του προπονητικού κέντρου με τον Πικέ. Η δημοσιογράφος Λάουρα Λάγκο πήγε με κάμερα και μικρόφωνο στη Μασία να του τη μοστράρει και να τον ρωτήσει στα ίσια αν είναι ομοφυλόφιλος.
Υπέγραφε αυτόγραφα στα παιδιά, στην αρχή της έκανε ένα νεύμα και η δημοσιογράφος άρχισε να κάνει κάτι σαν αποφώνηση. Ο Ζλάταν δεν είχε ξεχάσει.
Αφού υπέγραψε και την τελευταία αφίσα, κύλησε το αυτοκίνητο με νεκρά προς το μέρος της, άνοιξε το παράθυρο του συνοδηγού και της έκανε νεύμα να σκύψει.
«Έλα σπίτι μου να δεις αν είμαι πούστης (χρησιμοποίησε ακριβώς αυτήν την αγοραία έκφραση στα ισπανικά: maricòn). Και φέρε και την αδερφή σου μαζί. Εντάξει;».
Έτσι είναι ο Ζλάταν. Δεν είναι μόνο τα γκολ, τα τακουνάκια, η ποδοσφαιρική αυθάδεια. Μαθαίνεις να συμβιώνεις με το «πακέτο», αντιλαμβάνεσαι ότι απέναντί σου έχεις έναν άνθρωπο ο οποίος ευτυχώς εκτονώνεται μέσα στις γραμμές των γηπέδων, διότι μεγάλωσε και γαλουχήθηκε με την ιδέα ότι ο κόσμος είναι εναντίον του και τον κυνηγάει.
Πιθανόν γι’ αυτό προσπαθεί συνέχεια με λύσσα να αποδείξει ότι αξίζει και τα λεφτά του και τη φήμη του, ότι δεν του χάρισε κανείς και τα κατέκτησε με την αξία του. Είναι μια διαρκής μάχη που δεν είναι εύκολη.
Είναι το κίνητρο που του χάρισε χρόνια καριέρας και σε τελική ανάλυση είναι και η φιλοσοφία της ίδιας του της ζωής.
Ζλάταν εναντίον όλων. Και στο τέλος να κερδίζει ο Ζλάταν.
«Έτσι αισθάνομαι, έτσι είχα πείσει τον εαυτό μου ότι πρέπει να αισθάνεται. Να στέκομαι γυμνός και απροστάτευτος απέναντι στους επικριτές μου, απέναντι σε όλους βασικά, και να αποδεικνύω ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αμφιβάλλει για μένα και κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει».
Υπήρχαν αμφιβολίες και για τον Ιμπραΐμοβιτς. Σωστά υπήρχαν. Ήταν ένα παιδί περίεργο, με δύσκολο χαρακτήρα και παράξενες συνήθειες ακόμα και αγωνιστικά. Αναμμένος πάντα για καβγά, έτοιμος να αντιδράσει άσχημα, γεμάτος προσωπικές ρεβάνς που ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τις επινοούσε ο ίδιος.
Δεν είχε σημασία ποιος ήταν η αφορμή. Το ίδιο εύκολα που στοχοποιούσε τον αντίπαλο στοχοποιούσε και το συμπαίκτη.
Στην καριέρα του, στράφηκε εναντίον συναδέλφων του ποδοσφαιρστών, προπονητών, διοικήσεων, δημοσιογράφων, πολλές φορές τα έβαλε και με το κοινό -ακόμα και εκείνο που τον αποθέωνε.
Τον είπαν εγωιστή -και ήταν- τον λόγιζαν σαν έναν αυθάδη τύπο που θεωρεί ότι είναι ο κύκνος στη λίμνη με της πάπιες.
Κι εκείνος απαντούσε με το επόμενο απίθανο γκολ, την επόμενη «καρατιά», την απίθανη λόμπα, το απίστευτο ψαλίδι από τα 40 μέτρα. Δεν τα είχε ξαναδεί ανθρώπινο μάτι αυτά που έκανε ο Ιμπραΐμοβιτς. Ποτέ από ποδοσφαιριστή με το σωματότυπο και το ύψος του.
Μπορεί να είμαι ιερόσυλος για τους παλιούς εραστές του σπορ, αλλά μόνο ένας φορ τα είχε ξανακάνει αυτά τα πράγματα και κατά σύμπτωση είχε το προσωνύμιο «ο κύκνος της Ουτρέχτης»: ο Μάρκο φαν Μπάστεν.
Για να είμαι ειλικρινής, ούτε αυτή η σύγκριση δεν άρεσε στον Ζλάταν. Σιχαίνεται τις συγκρίσεις, τους παραλληλισμούς, τις παραβολές.
Είμαι βέβαιος ότι θα σιχαινόταν ακόμα κι αυτό το άρθρο. Ήθελε πάντα να τραβάει το δικό του, μοναχικό δρόμο, να στέκει εκεί ψηλά στο φρούριο που έχτισε με μόχθο και να μας κοιτάζει όλους σαν μυρμήγκια.
Γιατί ο Ζλάταν θέλει να μείνει στην ιστορία του ποδοσφαίρου σαν εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο, θέλει να μην υπάρχει άλλο όνομα δίπλα στο δικό του.
Με τα χρόνια ωρίμασε, κατάλαβε, εντάχθηκε περισσότερο στο κοινωνικό σύνολο. Αντιλήφθηκε ότι ο σωστός βασιλιάς δεν είναι εκείνος που μένει μόνος του και παρατηρεί τη μάχη από το φρούριο, αλλά εκείνος που επιλέγει πότε θα οδηγήσει τους πιστούς του στρατιώτες στον πόλεμο.
Ο Ζλάταν ξεπέρασε τον Ζλάταν, όταν έγινε πραγματικός ηγέτης και όχι απλώς ο καλύτερος παίκτης της ομάδας του. Όταν αντιλήφθηκε ότι ο καλύτερος δεν είναι εκείνος που προσφέρει το επόμενο gif που γίνεται viral ή το καλύτερο story στο instagram, αλλά εκείνος που δίνει ουσία και κερδίζει.
Όταν έγινε μια πραγματική μηχανή των γκολ, κατάλαβε ποιος είναι και πόσο χρόνο έχασε όσο αναλωνόταν για το εξεζητημένο και το επόμενο «κόλπο».
Ένας επιθετικός είναι πλήρης όταν ανταποκρίνεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες, όταν τον υπολογίζουν συμπαίκτες και αντίπαλοι το ίδιο, όταν φοβίζει τις άμυνες με το μυαλό και όχι με τα πόδια του.
Μόνο τότε αισθάνθηκε ο Ζλάταν ότι βγήκε από το πιο σκοτεινό στενό του Rosengård. Ενεργοποιήθηκε ξανά ο σπινθήρας μέσα του, κατάλαβε ότι οι πολλές μικρές εκρήξεις δεν θα γίνουν ποτέ big bang.
«Πρέπει να είμαι θυμωμένος για να παίξω καλά. Πρέπει να ουρλιάζω, να μάχομαι, να ματώνω, να με βρίζουν και να με αποδοκιμάζουν, γιατί μόνο τότε είμαι σίγουρος ότι παίζω καλά. Και παίζω καλά όταν η ομάδα κερδίζει. Ακόμα καλύτερα αν κερδίζει με δικό μου γκολ».
Δεν ξέρω ποιος κατάφερε να τον αλλάξει και να του δώσει να καταλάβει ότι το σύνολο προηγείται του ατόμου. Ίσως να ήταν ο Καπέλο, που ο ίδιος ο Ζλάταν έχει αναφέρει ότι τον οδήγησε να αναθεωρήσει σχετικά με τη σημασία της τακτικής στο ποδόσφαιρο στα χρόνια της Juve.
Μπορεί να το αντιλήφθηκε μόνος του όταν βρέθηκε στην παραπαίουσα Μίλαν, μια ξιπασμένη βασίλισσα δίχως στέμμα, μπορεί όταν βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να κάνει τον ειρηνοποιό στα εκρηκτικά αποδυτήρια της Ίντερ που εκείνον τον καιρό ήταν χωρισμένα σε Αργεντινούς, Βραζιλιάνους και Ιταλούς και κραύγαζαν απεγνωσμένα για βοήθεια και έναν leader να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Ευτυχώς για το ίδιο το ποδόσφαιρο, εξακολουθεί και παίζεται και μακριά από τις κάμερες, μακριά από τα media, εξαρτάται ακόμα από τις ανθρώπινες σχέσεις και αφανείς καταστάσεις.
Σημασία δεν έχει σε ποια ομάδα αντιλήφθηκε ότι ένας ηγέτης δεν συμπεριφέρεται σαν τον εχθρεύονται όλοι.
Άλλωστε, σε όλη του την καριέρα, είχε μάθει στις αποδοκιμασίες, τις προσβολές, τα σφυρίγματα, τους υπαινιγμούς για τη ζωή και την καταγωγή του.
Ξεγέλασε τους νόμους της φυσικής με τις απίθανες επινοήσεις του, χόρεψε τους αντιπάλους και ουσιαστικά εισήγαγε τις πολεμικές τέχνες στην τεχνική του ποδοσφαίρου, μας έμαθε ότι δεν έχουμε βρει όλους τους κανόνες, εφευρίσκοντας συνεχώς καινούριους.
Στοιχημάτιζε κανείς ότι υπάρχει γκολ όπως εκείνο το απίθανο γυριστό τακουνάκι (!) του 2004 εναντίον της Ιταλίας;
Είχαμε ξαναδεί γκολ Tae kwon do ή kung fu που εξ ορισμού είναι τέχνες τεράστιας πειθαρχίας, αυτοελέγχου και αυτοσυγκέντρωσης;
Υπήρχε περίπτωση να διανοηθεί κανείς (πόσω μάλλον ο δύσμοιρος Χαρτ) ότι θα επιχειρήσει εναέριο ανάποδο ψαλίδι από τα 40 μέτρα και ότι θα σκοράρει;
Είχε φανταστεί κανείς σέντερ φορ να σκοράρει κατ’ επανάληψη με «σκορπιό» σε παιχνίδια που μετράνε;
Ναι, υπάρχει και θα υπάρχει ο «σκορπιός» του Ρενέ Χιγκίτα στον φιλικό αγώνα της Κολομβίας με την Αγγλία, αλλά ο Ζλάταν το έφτασε στο επόμενο επίπεδο, όταν το ενέταξε απολύτως φυσιολογικά στο ρεπερτόριο ενός επιθετικού.
Δεν αναφέρομαι καν στα βολπλανέ από το ύψος της περιοχής όπως στο παιχνίδι με τη Γαλλία το 2012, στα γκολ που περνάει τέσσερις, πέντε και έξι σε μικρό χώρο, σε όσα θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος και θα μας φαίνονταν εξωπραγματικά.
Σίγουρα, ο κακός χαρακτήρας συχνά-πυκνά επανέρχεται στην επιφάνεια. Πλέον, όμως, είναι πιο πολύ θέμα ιδιοσυγκρασίας και όχι στάσης ζωής. Αποδίδεται στο πνεύμα του νικητή και λιγότερο στο παρελθόν και το «ιδιαίτερο» του ανδρός και του αθλητή.
Ποτέ δεν είναι εύκολο να αποδίδεις με τα βλέμματα στραμμένα επάνω σου, ποτέ δεν είναι απλό να βάζεις στο μούσκιο σου ένα μείγμα φοβισμένων μετρίων και να το μετατρέπεις σε νικητές. Με την υποχρέωση κιόλας να το κάνεις, επειδή είσαι ο Ζλάταν, επειδή μόνο εσύ μπορείς.
Ανθρώπινο είναι που ξεφεύγει εκεί ο Ζλάταν, ανθρώπινο ήταν που θύμωνε στην Παρί, ανθρώπινο που στηρίζει τις αποφάσεις του με κάθε κόστος.
Βασιλιάς ήταν στην Ίντερ, τον λάτρευαν όλοι και ήταν αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρου του campionato. Ανακοίνωσε ότι θέλει να αποχωρήσει όσο τον λάτρευαν και η λατρεία έγινε αποδοκιμασία και σφυρίγματα. Αντέδρασε σαν Ζλάταν. Έβαζε γκολ και έμενε ακίνητος και ανέκφραστος μπροστά στο πέταλο σαν να τους έλεγε «ελάτε να σας εξηγήσω, ελάτε να μετρηθούμε».
Έτσι είναι ο Ζλάταν. Όταν έχει αποφασίσει κάτι, το κάνει ανεξαρτήτως συνεπειών. Για την ακρίβεια, αποδέχεται τις συνέπειες και είναι έτοιμος να πολεμήσει για το δίκιο στο δικό σύμπαν.
«Είμαι εκρηκτικά πειθαρχημένος. Είναι οξύμωρο, αλλά αυτή είναι η φιλοσοφία της ζωής μου. Αυτό είναι το στιλ μου, έτσι ζω και στο σπίτι μου. Και έχω μάθει να συνοδεύω τα λόγια με πράξεις».
Τα παλιά χρόνια θα τον έλεγαν «νταή», μια λέξη ντεμοντέ, χαμένη σχεδόν στη λήθη. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά του νταή. Ψηλός, στεγνός αλλά μυώδης, με πλατιά σχιστά μάτια και δεκάδες ουλές στο κορμί του από τις μάχες στο γρασίδι και έξω απ’ αυτό. Ασιατική φιγούρα, ένας Σαμουράι του αιώνα μας.
Αναθεωρείς όταν τον δεις να παίζει, όταν πέσει στο διάβα σου ένα βίντεο με τα highlights του, όταν βρεθείς στην ευχάριστη θέση να τον παρακολουθήσεις από κοντά και να μη χάσεις όλες τις κινήσεις του στο γήπεδο. Πώς κινείται στο χώρο, πώς επιβάλλεται, πώς απαιτεί και κερδίζει τον σεβασμό και πώς προκαλεί τον τρόμο στους αντιπάλους.
Όταν διέλυσε το γόνατό του στα 35 του με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, οι περισσότεροι είπαμε ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ στα προηγούμενα επίπεδα, διότι η οκτάμηνη απουσία και αποθεραπεία καταστρέφει καριέρες ακόμα και νεότερων. Δεν μίλησε. Σε δυο εβδομάδες όμως περπατούσε μέσα στην πισίνα και χαμογελούσε.
Όταν έπαθε και την καταστροφική ρήξη χιαστών στο Λος Άντζελες με τους Galaxy, οι ίδιοι οι ειδικοί του είπαν ότι «τελείωσε». Εκείνος μπήκε χειρουργείο, συνήλθε από τη νάρκωση, πήρε το smartphone και ανέβασε αυτό στα social media:
They said it was over. I said NO.
Είπαν ότι τελείωσε. Εγώ απάντησα ΟΧΙ.
Η νέμεσή του ήταν και παραμένει το μεγάλο κύπελλο. Εκείνο με τα «αυτιά». Έγινε το όνειρο και ο εφιάλτης του, το ιερό του δισκοπότηρο, η Ιθάκη που δεν βρήκε ποτέ.
Ταξίδεψε στο Άμστερνταμ, στο Τορίνο, στο Μιλάνο, στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι και στο Μάντσεστερ. Το δικό του ταξίδι δεν είχε Κίρκη, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες.
Ο δρόμος ήταν μακρύς, γεμάτος μάχες, περιπέτειες και γνώσεις που τον επανακαθόρισαν ως άνθρωπο και επαναπροσδιόρισαν πτυχές της προσωπικότητάς του.
Πηγή: Athletes’ Stories