Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Έχω ήδη γράψει ένα βιβλίο για την Εθνική Ομάδα και δεν σκοπεύω να γράψω δεύτερο. Όχι μόνο επειδή οι νέοι δεν διαβάζουν, ή επειδή δεν θα υπάρξει άλλη τέτοια επιτυχία στην ζωή της Εθνικής – ικανή να με “αναγκάσει” να γράψω βιβλίο με την φιλοδοξία αυτό να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στο εξωτερικό, όπως συνέβη με αυτό που έχω γράψει. Ο κύριος λόγος είναι ότι δεν θα γινόταν πιστευτός ο λόγος μου αν αποφάσιζα να φτιάξω ένα βιβλίο με τα ανέκδοτα από την ζωή του εθνικού ποδοσφαίρου. Δηλαδή θα το έδινα σε έναν εκδοτικό οίκο για ανάγνωση και οι άνθρωποι θα με περνούσαν για τρελό ή ψεύτη. Είναι γεμάτη από ανέκδοτα η ιστορία του ελληνικού εθνικού ποδοσφαίρου, όπως άλλωστε ακόμη και αυτή η ιστορία της δημιουργίας της ομάδας που κατέκτησε το Euro 2004. Στην πραγματικότητα όλη η ζωή της Εθνικής Ομάδας μοιάζει με ανέκδοτο στα θέματα της οργάνωσης και των διαδικασιών. Ανέκδοτα σαν εκείνο με την συνεδρίαση της παρουσίασης του εθνικού σχεδίου για την δημιουργία ποδοσφαιρικής ταυτότητας, κατά της οποίας την διάρκεια μέλη του συμβουλίου είχαν αποκοιμηθεί την ώρα που ο Φερνάντο Σάντος ανέλυε το πλάνο του.

Ένα ανέκδοτο είναι και η ιστορία της ΕΠΟ με τον Τζον Φαν’τ Σχιπ. Έναν προπονητή που ουδείς γνωρίζει με ποια κριτήρια και ποια διαδικασία επελέγη από τον τότε πρόεδρο Βαγγέλη Γραμμένο. Προπονητή που ήρθε στην Ελλάδα με διάθεση να ζήσει στην Ελλάδα προκειμένου να εργαστεί σοβαρά, διότι αυτό γύρευε – να εργαστεί σοβαρά και όχι να κάνει μια “αρπαχτή” προτού επιστρέψει στον Καναδά ή την Ολλανδία. Προπονητή που δεν είχε ιδιαίτερη συνεργασία με τον πρόεδρο διότι δεν είχε ιδιαίτερη επικοινωνία με τον πρόεδρο, διότι ο πρόεδρος δεν μιλούσε αγγλικά κι έτσι δεν υπήρχε κοινή γλώσσα για να επικοινωνήσουν. Έναν προπονητή που σε διάστημα 27 μηνών έχει γνωρίσει 3 διαφορετικούς προέδρους στην Ομοσπονδία. Προπονητή που άλλος τον προσέλαβε, άλλος ετοιμάστηκε να τον απολύσει και άλλος τελικά πρόκειται να τον κρίνει εάν και εφόσον διατηρηθεί – ο πρόεδρος – στην θέση του.

Στη λήξη του αγώνα με την Σουηδία στην Στοκχόλμη ο Τζον Φαν’τ Σχιπ μας είπε αυτό που είχαμε καταλάβει – ότι επιθυμεί να συνεχίσει την δουλειά του στην Εθνική Ομάδα. Κι αυτό που θα ζήσει είναι ακόμη ένα ανέκδοτο, διότι δεν γνωρίζει ούτε ποιος θα τον κρίνει ούτε ποια θα είναι τα κριτήρια αξιολόγησης του έργου του, το οποίο ολοκληρώνεται στις 14 Νοεμβρίου με τον τελευταίο αγώνα της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Φυσικά στο “τρελό” σενάριο της κατάληψης της 2ης θέσης στον όμιλο, ο Ολλανδός θα παραμείνει για την διαδικασία των μπαράζ, και στο ακόμη πιο “τρελό” σενάριο που εξασφαλίσει την πρόκριση θα υπογράψει νέο συμβόλαιο με όποιον και αν είναι στη θέση του προέδρου της ομοσπονδίας. Τι θα συμβεί όμως στο λογικό σενάριο – δηλαδή αν δεν τερματίσει 2η η Ελλάδα; Ποιος θα αποφασίσει και ποια διαδικασία αξιολόγησης θα ακολουθήσει;

Δεν έχω καταλήξει σε εκτίμηση σχετικά με το αν ο Τζον Φαν’τ Σχιπ είναι προπονητής που θα ξαναπάει την Ελλάδα σε τελική φάση διοργάνωσης, και δεν είναι αυτό το νόημα αυτού του σημειώματος. Αυτό στο οποίο έχω εδώ και μήνες καταλήξει είναι στο συμπέρασμα ότι ο Ολλανδός, που είναι ένας Κύριος, έχει σεβαστεί το ελληνικό ποδόσφαιρο πολύ περισσότερο από όσο τον έχει σεβαστεί και τον σέβεται εκείνο. Το δικό του μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων το έχει καλύψει και με το παραπάνω – ήταν “εδώ” από την πρώτη του ημέρα μέχρι σήμερα. Το αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή η ομοσπονδία για πολλοστή φορά στην ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία αφενός δεν κατάφερε να υποστηρίξει το έργο του προπονητή που προσέλαβε και αφετέρου δεν έχει την επάρκεια για να αξιολογήσει το έργο του.

Απαντάμε σε γκάλοπ σχετικά με το αν πρέπει να μείνει ή να φύγει ο προπονητής, λες και είναι αυτό το κρίσιμο, το καθοριστικό ερώτημα για την προοπτική του εθνικού ποδοσφαίρου. Θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε γιατί ανεχόμαστε να μένει και να μη φεύγει όλο αυτό το παλιακό καθεστώς διοίκησης του εθνικού ποδοσφαίρου. Στα δικά μου μάτια είμαστε και όλοι εμείς μέρος του ανεκδότου που θα διηγείται μετά από χρόνια ο Φαν’τ Σχιπ σε ένα επόμενο reunion με τους παλιούς συμπαίκτες του από τον Αγιαξ. Θα τους διηγείται την ιστορία για εκείνη την χώρα, της οποίας οι ποδοσφαιρόφιλοι δεν κοίταζαν ότι δεν έχουν ομοσπονδία, δηλαδή ότι δεν έχουν εθνικό ποδόσφαιρο, και τους έφταιγε το ονοματεπώνυμο του προπονητή και ο σχηματισμός που επέλεγε στους αγώνες.

Πηγή: Gazzetta