Του Βασίλη Σαμπράκου
Μέσα σε μια μέρα, την τελευταία της μεταγραφικής περιόδου, η Μπάγερν έκανε όσες (4) μεταγραφές δεν είχε κάνει όλο τον προηγούμενο καιρό (3). Πώς φτάνει ένας προπονητής, που έχει πρόθεση να παραμείνει συνεπής στην προώθηση νεαρών ποδοσφαιριστών, να ζητήσει τέσσερις προσθήκες την τελευταία στιγμή; Η διαχείριση της κατάστασης από την προνοητική Μπάγερν δείχνει το σημείο του προβληματισμού στο οποίο έχουν βρεθεί οι σύλλογοι της ελίτ λόγω των συνεπειών και των προκλήσεων που δημιούργησε στο ποδόσφαιρο ο κορονοϊός. Οσα έζησε η Μπάγερν στην διάρκεια του Σεπτεμβρίου ήταν αρκετά για να οδηγήσουν τον Χάνσι Φλικ και τους συνεργάτες του στην εκτίμηση ότι μια ομάδα που έχει αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες ιστορικά καταστάσεις στην διάρκεια των τελευταίων περίπου επτά μηνών βρίσκεται σήμερα μπροστά στον κίνδυνο να «σκάσει» – δηλαδή να ξεμείνει από ενέργεια.
Αυτό που έκανε η Μπάγερν είναι αυτό που θα ήθελαν να κάνουν στην πλειονότητά τους οι ομάδες της ελίτ, δηλαδή αυτές που προσπαθούν να συνδυάζουν τον εγχώριο πρωταθλητισμό με τον πρωταθλητισμό στο Champions League. Διότι αυτό που έπαθε η Μπάγερν σε δύο ματς της Bundesliga είναι παρόμοιο με αυτό που έπαθε η Σίτι απέναντι στην Λέστερ, ή με αυτό που έπαθε η Λίβερπουλ απέναντι στην Αστον Βίλα. Ομάδες μαθημένες να παίζουν σε υψηλή ένταση και να είναι πολύ επιθετικές τόσο με την μπάλα όσο και χωρίς την μπάλα στα πόδια παθαίνουν τον τελευταίο καιρό σοκ με την συμπεριφορά τους: είναι σαν να θέλει το μυαλό και να μην μπορούν να ακολουθήσουν τα πόδια.
Η Μπάγερν των τελευταίων αγώνων θέλει να κάνει επιθετική άμυνα ψηλά στο τερέν και να πιέσει τους αντιπάλους της κατά το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της επίθεσής τους, αλλά δεν μπορεί διότι δεν έχει την ενέργεια και την φρεσκάδα για να το κάνει. Επειδή όμως δεν μπορεί να πάει κόντρα στην φύση της, συνεχίζει να το προσπαθεί, και αυτό έχει ως συνέπεια να μένει διαρκώς εκτεθειμένη η αμυντική της γραμμή, η οποία στήνεται ψηλά στο τερέν: οι αντίπαλοι εκμεταλλεύονται την αναποτελεσματική πίεση που ασκεί η πρώτη άμυνας της Μπάγερν, σπάνε εύκολα το πρέσινγκ και σημαδεύουν στην πλάτη της αμυντικής γραμμής της. Και η Μπάγερν δέχεται την μια επίθεση πίσω από την άλλη.
Ακριβώς το ίδιο έπαθε, και το πλήρωσε πολύ ακριβά, η Λίβερπουλ απέναντι στην Αστον Βίλα. Η επιθετική τριπλέτα δεν μπορούσε να ασκήσει την εξοντωτική πίεσή της στους αντιπάλους, οι μέσοι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν σωστά τις κινήσεις των επιθετικών στη φάση άμυνας, οι αντίπαλοι έφταναν με άνεση στο δεύτερο στάδιο ανάπτυξης των επιθέσεών τους κι ύστερα οι μπαλιές στην πλάτη της αμυντικής γραμμής γίνονταν μια εύκολη δουλειά. Κάπως έτσι ταλαιπωρείται τελευταία και η Μάντσεστερ Σίτι, όπως συνέβη στο ματς με την Λέστερ.
Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούμε να είμαστε αναλυτές δεικτών φυσικής κατάστασης και διαχειριστές φορτίων ώστε να αντιλαμβανόμαστε σε βάθος και να ερμηνεύουμε τους δείκτες της φυσικής κατάστασης των ποδοσφαιριστών. Αυτό όμως που βλέπουμε στην έναρξη των πρωταθλημάτων είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Στις πρώτες εβδομάδες ζούμε την δικαίωση αυτών που προέβλεπαν ότι η νέα σεζόν θα είναι πιο δύσκολη, και πιο απρόβλεπτη από το δεύτερο μισό της προηγούμενης σεζόν. Ποδοσφαιριστές που δεν ξεκουράστηκαν όσο έπρεπε το καλοκαίρι, ομάδες που δεν έκαναν «κανονική» προετοιμασία και δεν βρήκαν τον τρόπο και τον χρόνο για να δουλέψουν σωστά και να αυξήσουν σταδιακά τις εντάσεις μέσα από τον συνδυασμό προπονήσεων και φιλικών αναμετρήσεων. Αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση αποτελεί μια παραπάνω από μεγάλη πρόκληση για τους προπονητές και τους προπονητές φυσικής κατάστασης. Και μια από τις λύσεις είναι η επιλογή διεύρυνσης του ρόστερ και μάλιστα με την προσθήκη έμπειρων ποδοσφαιριστών που μπορούν να γίνουν μέλη του rotation χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις συμμετοχής που θα διατάραζαν την ατμόσφαιρα των αποδυτηρίων. Η Μπάγερν πρόσθεσε τον 31χρονο Τσουπο Μοτίνγκ, τον 30χρονο Ντάγκλας Κόστα και τον 28χρονο Μπουνα Σαρ δίχως καμιά απαίτηση να γίνουν βασικοί. Παίκτες που θα υπηρετούν το όραμα της διαχείρισης των δυνάμεων σε συνδυασμό με την συντήρηση της δυναμικής μιας ομάδας. Η πρόκληση ζητεί έμπειρα μυαλά, που ξέρουν να κάνουν καλή διαχείριση δυνάμεων, και έμπειρα πόδια, που δεν έχουν επηρεαστεί όσο τα πιο “άπειρα” από όλο αυτό που έχει συμβεί στην διάρκεια των τελευταίων 7-8 μηνών.
Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με ασφάλεια πότε θα ξαναγίνουν φυσιολογικές οι συνθήκες για τον πλανήτη – πώς λοιπόν να μπορεί κανείς να προβλέψει πότε θα επιστρέψει το ποδόσφαιρο στην κανονικότητα. Η αίσθηση, αν όχι η πεποίθηση των αναλυτών της απόδοσης πάντως είναι ότι τα όσα έχουμε δει ως εδώ στα πρωταθλήματα δεν θα αποδειχθούν παροδικά – δηλαδή ότι θα τα ξανασυναντήσουμε αυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα στο εγγύς μέλλον. Το ποδόσφαιρο της ελίτ δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί, διότι δεν έχει επαρκή όγκο δεδομένων για να διδαχθεί από την μελέτη τους και να ενσωματώσει νέα στοιχεία στη μέθοδο της προετοιμασίας. Δεν αποκλείεται ορισμένες ομάδες να κάνουν την επιλογή να αλλάξουν στρατηγική και τακτική, δηλαδή να πάνε για λίγο κόντρα στη φύση τους και να αλλάξουν τον τρόπο του παιχνιδιού τους προκειμένου να ξεπεράσουν την δοκιμασία και να φτάσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια στην εποχή που οι ποδοσφαιριστές θα έχουν ξανά την ενέργεια για να αποδώσουν στις εντάσεις του πρόσφατου παρελθόντος.
Πηγή: Gazzetta