Του Αλέξανδρου Λοθάνο
«Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Γιούργκεν ως προπονητής ποδοσφαίρου ήταν στο ίδιο επίπεδο με το αφεντικό μιας επιχείρησης, ως ένας άνθρωπος στον οποίο θα σου άρεσε να του εμπιστευτείς την εταιρεία σου» έλεγε ο Γκόρντον, η διορατικότητά του οποίου αποδείχθηκε προφητική.
Στην συμπλήρωση έξι ετών από τον «γάμο» Κλοπ – Λίβερπουλ (08/10), οι Κόκκινοι έχουν αλλάξει επίπεδο, όχι μόνο αγωνιστικά, με την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος μετά από τριάντα χρόνια και του Champions League μετά από 14, αλλά και οικονομικά, αφού εκτοξεύτηκαν ως brand name, όπως επιβεβαιώνουν και οι χορηγικές συμφωνίες τους.
Πως, όμως, οι «αμφισβητίες» έγιναν «πιστοί», όπως υποσχέθηκε ο 54χρονος Γερμανός ότι θα κάνει τους παροικούντες τω «Άνφιλντ»; Ο ίδιος έλεγε ακόμα στην παρουσίασή του ότι «δεν είμαι ο τύπος που θα φωνάξει: Θα κατακτήσουμε τον κόσμο!», αλλά μέσα στο γήπεδο, με την δουλειά του, έκανε αυτό ακριβώς.
Και, βεβαίως, δεν το έκανε μόνος του. Προσέλαβε από την Μπάγερν Μονάχου τον επικεφαλής εκγύμνασης Αντρέας Κορνμάγερ, την επικεφαλής διατροφής Μόνα Νέμερ, πήρε ακόμα και προπονητή για τις εκτελέσεις πλαγίων (Τόμας Γκρόνεμαρκ). «Ποτέ δεν έχεις αρκετούς ειδικούς γύρω σου» εξηγεί για το πολύτιμο τιμ που έχει γύρω του ο «Kloppo».
Μεταγραφές που κάνουν διαφορά
Πέρα, όμως, από το τιμ με το οποίο συνεργάζεται, το κλειδί της κόκκινης αναγέννησης by Klopp ήταν η συνεργασία του με τον αθλητικό διευθυντή (αρχικά τεχνικό διευθυντή) Μάικλ Έντουαρντς και η καθολική αλλαγή στην μεταγραφική πολιτική.
Πλέον, η κάθε μεταγραφή γίνεται μετά από εξονυχιστικό έλεγχο και μόνο εφόσον υπάρχει συναίνεση ότι ο παίκτης που θα αποκτηθεί ταιριάζει στο στιλ και την φιλοσοφία της ομάδας.
«Δεν είμαι ιδιοφυΐα. Δεν ξέρω περισσότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Χρειάζομαι άλλους ανθρώπους να αποκτούν την τέλεια πληροφόρηση» εξηγεί ο Γερμανός, ο οποίος βεβαίως έχει τον τελευταίο λόγο σε κάθε μεταγραφή, λέγοντας αστειευόμενος ότι «για εμένα είναι αρκετό να έχω τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, για τον ενδιάμεσο μπορούμε να το συζητήσουμε».
Η «χρυσή» πώληση του Φιλίπε Κοουτίνιο στην Μπαρτσελόνα (πάνω από 140 εκατομμύρια ευρώ) συνέλαβε στην περαιτέρω επένδυση και κανείς πλέον στο «Άνφιλντ» δεν νοσταλγεί τον Βραζιλιάνο, παρ’ ότι όταν έφυγε υπήρξαν πολλές αμφιβολίες για το αν η Λίβερπουλ θα μπορούσε να καλύψει το κενό του. Το έκανε και με το (πολύ) παραπάνω.
Όλη η ραχοκοκαλιά της τωρινής Λίβερπουλ αποκτήθηκε επί εποχής Κλοπ, υπό την καθοδήγηση του οποίου οι ποδοσφαιριστές ανέβασαν επίπεδο την απόδοσή τους και, με «χρυσά» κερασάκια τους Άλισον και Φίρχιλ Φαν Ντάικ, άγγιξαν την τελειότητα την διετία όπου η Λίβερπουλ έκανε δικό της το Champions League και, στη συνέχεια, το πολυπόθητο πρώτο πρωτάθλημα μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Και μπορεί η καταραμένη πανδημία του κορονοϊού να μην επέτρεψε στην ομάδα να πανηγυρίσει όπως θα άξιζε με τον κόσμο της αυτή την ιστορική επιτυχία, αλλά αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας δουλειάς που στηρίχθηκε στην εμπιστοσύνη, στην υπομονή, στην σκληρή δουλειά και στην εξαιρετική σχέση που αναπτύσσει ο Κλοπ με τους ποδοσφαιριστές.
Εξαιρετική, βεβαίως, σε επαγγελματικό πλαίσιο και με κύριο γνώμονα το καλό της ομάδας. «Ο Κλοπ είναι φίλος σου, αλλά όχι ο καλύτερος φίλος σου» λέει με νόημα ο Ντέγιαν Λόβρεν για την συνεργασία του με τον Γερμανό, για τον οποίο η δουλειά που γίνεται στο προπονητικό κέντρο είναι ιερή. Κάθε ποδοσφαιριστής γνωρίζει ότι αν τα δώσει όλα στην προπόνηση, θα ανταμειφθεί με εμπιστοσύνη μέσα στο γήπεδο.
Ο Κλοπ κρατάει αποστάσεις από το εσωτερικό των αποδυτηρίων και αφήνει τους ποδοσφαιριστές να λύνουν τα εσωτερικά ζητήματα, δείχνοντας πλήρη εμπιστοσύνη σε προσωπικότητες όπως αυτή του Τζόρνταν Χέντερσον, του Τζέιμς Μίλνερ ή του Φαν Ντάικ.
Ο ίδιος, βεβαίως, βρίσκει τρόπους για να κερδίζει τους παίκτες, όπως το να γνωρίζει πότε έχουν γενέθλια για να τους συγχαρεί, συνήθως μπροστά στους συμπαίκτες τους. Επίσης φροντίζει να είναι ενημερωμένος για όποια τυχόν προσωπικά προβλήματα έχουν, ώστε να τα συζητά κατ’ ιδίαν μαζί τους.
Ποδόσφαιρο που πνίγει τον αντίπαλο
Μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, εκεί όπου γίνεται η τελική (και απόλυτη) κρίση, ο Κλοπ κατάφερε να εφαρμόσει ιδανικά το gegenpressing, πιέζοντας άμεσα μετά την απώλεια της μπάλας για την άμεση ανάκτησή της και την δημιουργία ευκαιριών.
Η πίεση ψηλά και στο αντίπαλο μισό αποδίδει καρπούς, με τον Γερμανό όμως να μην μένει εκεί, αφού με το πέρασμα των χρόνων το παιχνίδι της Λίβερπουλ έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό που πλέον έχει εναλλακτικές για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά οποιαδήποτε τακτική επιχειρεί να αντιπαρατάξει ο εκάστοτε αντίπαλος.
Το αρχικό 4-2-3-1 που εφάρμοσε, μετατράπηκε σε 4-3-3, η ομάδα άρχιζε να σκοράρει με συνέπεια από αντεπιθέσεις που προκαλούσε η ανάκτηση της μπάλας μέσω της πίεσης.
Η άμυνα, που τις δύο πρώτες σεζόν του Κλοπ είχε δεχθεί συνολικά 92 (!) γκολ, έδεσε με σημείο αναφοράς το δίδυμο Άλισον – Φαν Ντάικ, τα ακραία μπακ (Τρεντ Αλεξάντερ Άρνολντ και Άντι Ρόμπερτσον) εξελίχθηκαν στους καλύτερους δημιουργούς της ομάδας, η οποία χτυπάει πλέον από… παντού.
Ο Κλοπ χρησιμοποίησε ως κινητήρια δύναμη την «δίψα» της ομάδας, της πόλης, των παικτών που απέκτησε, αλλά και την δική του, για να μετατρέψει την Λίβερπουλ σε μια καλοκουρδισμένη, «φονική» μηχανή που εξοστράκισε τον αρνητισμό και την ηττοπάθεια που είχαν εγκατασταθεί εσχάτως στο «Άνφιλντ», ακόμα και αν το «You’ll never walk alone» πάντα έδινε μια ξεχωριστή ώθηση στο κλαμπ.
Πηγή: Gazzetta