Του Νίκου Παπαδογιάννη
Το σταθερό τηλέφωνο στο πατρικό μου σπίτι χτύπησε στις 7 το πρωί του Σαββάτου και φυσικά με βρήκε σε ύπνο βαθύ. Την ασθμαίνουσα φωνή του συνομιλητή μου, όμως, θα την αναγνώριζα ακόμα και αν βρισκόμουν σε λήθαργο.
«Παιδί μου, καλημέρα, παιδί μου. Πήραμε τον αθλητή Ουίλκινς. Kαλή σου μέρα, καλό Σαββατοκύριακο και καλή χρονιά».
Ήταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ο οποίος είχε την περίεργη συνήθεια να τηλεφωνεί αυτοπροσώπως στους δημοσιογράφους και να ανακοινώνει τις μεταγραφές του Παναθηναϊκού του.
Όχι όλες, βέβαια: μόνο τις ηχηρές. Το γραφείο Τύπου της ομάδας -αν υπήρχε- έπαιζε ρόλο διακοσμητικό, ενώ η έννοια «οπαδικός Τύπος» δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, τουλάχιστον όχι όπως την ξέρουμε σήμερα.
Καλημέρα και καλή χρονιά. Στις 12 Αυγούστου.
Εγώ δούλευα τότε στην αλήστου μνήμης Ελευθεροτυπία, της οποίας το σαββατιάτικο φύλλο βρισκόταν στα περίπτερα της Ομόνοιας, από τα ξημερώματα κιόλας.
Στην Κυριακάτικη, δεν υπήρχε πρόβλεψη για ειδήσεις της τελευταίας στιγμής. Έμενε «ανοιχτή» μόνο μία σελίδα για την πρωινή ειδησεογραφία του Σαββάτου, άντε και το πρωτοσέλιδο. Και ήταν σχεδόν Δεκαπενταύγουστος. Όλη η φύση ησύχαζε.
Αλλά η Αμερική δεν ήξερε από αργίες και από σαββατιάτικη ραστώνη. Το τελεσίδικο «yes» του Ντομινίκ ξεστομίστηκε στις 4 τα ξημερώματα μετά από διαπραγματεύσεις εβδομάδων και το πολυσέλιδο υπογεγραμμένο συμβόλαιο κατέφτασε με φαξ στα γραφεία της Βιανέξ λίγα λεπτά αργότερα.
Δεν γνωρίζω ποιος το υποδέχθηκε στον 6ο όροφο της οδού Σατωβριάνδου, αλλά υποψιάζομαι ότι ήταν ο ίδιος ο Παύλος ή ίσως ο Θανάσης. Πιθανότατα τροφοδούσαν και οι δύο μαζί το μηχάνημα με χαρτί.
Κάπως έτσι ενημερώθηκαν και οι εφημερίδες: με φαξ. Ακόμη δεν είχαμε e-mail και τέτοια εργαλεία του διαβόλου. Το ίντερνετ βρισκόταν στα σπάργανα και σερνόταν σαν γέρικο φίδι.
Την επίσημη ανακοίνωση της μεγαλύτερης μεταγραφής στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ αποτελούσαν 12 λέξεις, δέκα κανονικές και δύο εκκωφαντικές: «Το ΤΑΚ Παναθηναϊκός ανακοινώνει την υπογραφή συμφωνίας με τον αθλητή Ντομινίκ Γουίλκινς».
Είπαμε, όμως, ότι οι πολιτικές εφημερίδες είχαν κατεβάσει τα ρολά και ετοιμάζονταν για το τριήμερο. «Τα ξαναλέμε την Τρίτη», λέγαμε μεταξύ μας, όσο αντικαθιστούσαμε τα παντελόνια με βερμούδες και τα σπορτέξ με σαγιονάρες.
Τηλεφώνησα πουρνό πουρνό στον Συρίγο, που είχε μείνει στην Αθήνα για να κλείσει το Τρίποντο. Αγουροξυπνημένος εκείνος, επιστράτευσε τη γνωστή του αβρότητα.
«Παλιομαλάκα, τσακίσου στην εφημερίδα να γράψεις δισέλιδο θέμα για την Κυριακάτικη. Θα τους πω εγώ να ξηλώσουν κάτι άλλο από τις αθλητικές σελίδες. Δεν γίνεται να βγούμε χωρίς Ντομινίκ».
Βρισκόμουν ήδη αλαφιασμένος στην εξώπορτα, όταν το τηλέφωνο κουδούνισε ξανά. Ήταν και πάλι ο Φίλιππος.
«Και πού είσαι, ετοίμασε και μεγάλο αφιέρωμα 24 σελίδων για το Τρίποντο. Θα πρέπει να το γράψεις μόνος σου, γιατί οι άλλοι οι μαλάκες είναι σε διακοπές. Εντάξει, Νικολάρα; Άντε αγόρι μου, άντε μπράβο, αντέχεις εσύ, υπηρετείς και την πατρίδα, κανόνισε να ξεκινήσεις κανέναν πόλεμο, χαχαχα». Δεν είπε ούτε γεια.
Η Κυριακή με βρήκε στο ΓΕΑ, ντυμένο με τα μπλε του σμηνίτη, αγκαζέ με τη γραφομηχανή μου, με μια μεγάλη τσάντα γεμάτη κιτάπια από το ΝΒΑ και με το τελευταίο τεύχος του Q για να έχω να διαβάζω στη σκοπιά.
Α, και με την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία ανά χείρας, να καμαρώνει αχνιστή για τη «Μαύρη βόμβα αξίας 2 δισ.». Εξυπακούεται ότι έγινε ανάρπαστη.
Οι γαλονάδες στο Επιτελείο με είχαν μάθει και μου παραχωρούσαν πρόσβαση σε ένα γραφείο που έμενε κλειστό τα Σαββατοκύριακα, για να γράφω τα αριστουργήματά μου τις νεκρές ώρες χωρίς να τους ενοχλώ και χωρίς να σπαταλώ άδικα τον καιρό μου.
Η μέρα ήταν νεκρή στο επιτελείο, τα Ίμια δεν τα είχε ακομα ακουστά κανείς (για μερικούς μήνες ακόμη), πόλεμο δεν επρόκειτο να ξεκινήσω, οπότε πλακώθηκα στο γράψιμο. Δώδεκα ώρες, δεκάδες δακτυλόγραφα και μία τεμπέλικη σκοπιά αργότερα, το αφιέρωμα ήταν έτοιμο.
Απέμενε να κοιμηθώ λιγάκι πριν τη δεύτερη σκοπιά στο συνοριακό φυλάκιο της οδού Χαριτωνίδου και να πάρω μία γερή ανάσα, εν όψει του χειμώνα που ερχόταν: ο χειμώνας του Ντομινίκ! Θαύμα της Μεγαλόχαρης, θα έλεγα αν πίστευα σε τέτοια πράγματα.
Ο Ντομινίκ είχε ήδη περάσει μία βόλτα από την Αθήνα, τις μέρες του Ευρωμπάσκετ 1995, για να μαζέψει ελληνικό ήλιο και να ανιχνεύσει τα κατατόπια. Η αύρα της ντόλτσε βίτα τον ενθουσίασε, ενώ ο πακτωλός των δολαρίων που του υπόσχονταν οι παράξενοι Έλληνες ισοσκέλιζε τη χασούρα της απόδρασης από το ΝΒΑ.
Τότε ακουγόταν αδιανόητο να μετακομίσει ένας μελλοντικός Hall Of Famer στην Ευρώπη, άσχετα με την ηλικία του και με τη σωματική του κατάσταση.
Από την άλλη, η γενναιόδωρη Ελλάδα γινόταν συχνά Ελ Ντοράντο για Αμερικανούς αστέρες που βρίσκονταν στο λυκόφως της καριέρας τους και αναζητούσαν μία τελευταία αρπαχτή.
Σήμερα ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά τότε ήταν απτή πραγματικότητα: πήγαινες σε αγώνα Ηρακλή-ΒΑΟ και έβλεπες Ζέιβιερ ΜακΝτάνιελ εναντίον Τζεφ Μαλόουν! Δύο All-Stars από το ΝΒΑ, στα κάτω πατώματα και στα κλουβιά του ελληνικού πρωταθλήματος…
Μάλιστα ο «Χ» πέρασε τον Ατλαντικό μαζί με τον Ντομινίκ, παρασυρμένος ίσως από το ίδιο ρεύμα. Την περίοδο 1994-95 οι δυό τους υπήρξαν συμπαίκτες στους Μπόστον Σέλτικς, την ίδια εποχή που η ΑΕΚ στρατολογούσε τον Ρολάντο Μπλάκμαν.
Ο Τζεφ Μαλόουν, για να είμαι ακριβής, κατέφτασε στη Θεσσαλονίκη το 1997, οπότε δεν πρόλαβε κάποιον από τους προαναφερθέντες. Συνυπήρξε, όμως, στην Ελλάδα με τον Μπάιρον Σκοτ.
Η περίπτωση Ντομινίκ ήταν περίπλοκη για περισσότερους από έναν λόγους. Ο παίκτης είχε αρχίσει να σκέφτεται την Ευρώπη από το 1994 κιόλας (μετά το Μουντομπάσκετ του Τορόντο), αλλά η πρώιμη κρούση του φιλόδοξου Παναθηναϊκού έπεσε στο κενό. Στη θέση του αποκτήθηκε ο Ζάρκο Πάσπαλι.
Έναν χρόνο αργότερα, ο «Ντο» ήταν δεμένος με τριετές συμβόλαιο στους Σέλτικς ως το 1997, ενώ το ΝΒΑ ζούσε το πρώτο λοκ-άουτ της ιστορίας του. Θεωρητικά, δεν υπήρχε περιθώριο για νόμιμες διαπραγματεύσεις με δεσμευμένους παίκτες.
Ωστόσο, η λύση του συμβολαίου μεθοδεύτηκε διά της δικαστικής οδού, με μυστική συμπαιγνία στην οποία συμμετείχαν σιωπηρά όλοι οι εμπλεκόμενοι διάδικοι.
Ο Ουίλκινς προτιμούσε να απελευθερωθεί, οι Σέλτικς toy 35-47 πανηγύρισαν με ενθουσιασμό τη λύση του ασήκωτου συμβολαίου των 5 εκατομμυρίων δολαρίων και ο γάμος α-λα-ελληνικά φυτεύτηκε σε γόνιμο έδαφος.
Η προσφορά του Γιαννακόπουλου στον διάσημο άσο άγγιζε τα 7 εκατομμύρια δολάρια για συμβόλαιο δύο ετών: να τα, τα 2 δις. δραχμές για τα οποία έγραφα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Δύο και βάλε! Και χωρίς το αγκάθι της αμερικανικής εφορίας.
Ο Ντομινίκ παρουσιάστηκε στο «Χίλτον» εν χορδαίς και οργάνω και η επόμενη σεζόν τον βρήκε να κοιτάζει με βλέμμα δυσπιστίας τις τσίγκινες στρούγκες του ελληνικού πρωταθλήματος.
Θυμάμαι σαν να ήταν χθες ένα ματς που έγινε (με δική μου περιγραφή) παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Σπόρτιγκ, με τον Ηuman Highlight Film να οργιάζει μέσα στην παγωνιά και τους θεατές να φεύγουν κατ’ ευθείαν για ρεβεγιόν.
Τις ίδιες μέρες, ο Γιαννακόπουλος παραχώρησε χριστουγεννιάτικο γεύμα στους δημοσιογράφους με τη συμμετοχή ολόκληρης της ομάδας και η τύχη με έφερε να καθίσω δύο ώρες δίπλα στον Ντομινίκ. Η συνομιλία μας έγινε μεγάλη, αν και ανεπίσημη, συνέντευξη στο Τρίποντο.
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Ο Απρίλιος του 1996 βρήκε τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή Ευρώπης σε πείσμα της κατάρας που έως τότε νομίζαμε ότι κατάτρεχε τις ομάδες μας, αλλά οι τελικοί της Α1 εξελίχθηκαν σε τραύμα και σηματοδότησαν το πρόωρο τέλος της ελληνικής περιπέτειας του Ντόμινικ Ουίλκινς.
Το διαβόητο 73-38 του Φαλήρου στον 5ο τελικό των πλέι-οφ βρήκε τον τραυματισμένο Αμερικανό στο αεροπλάνο της παλιννόστησης και η ομαδάρα του Παρισιού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη από τον Μπόζα Μάλκοβιτς.
Ο «Νικ» δεν ξαναφόρεσε ποτέ τα πράσινα. Άφησε πίσω του χρέη ακόμα και προς τη Μιχαλού, άσχημες εξωγηπεδικές μνήμες και ελάχιστους φίλους.
Στο «Μπερσί» έπαιξε εξαιρετικά, ιδίως στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ, αλλά συνολικά δεν δικαίωσε το όνομα και τη φήμη του. Δεν παύει, ωστόσο, να ήταν η μεταγραφή του αιώνα, για το ελληνικό και ίσως το ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στη «γηραιά ήπειρο» για να παίξει στη Φορτιτούντο Μπολόνια στα 37 του, αλλά ο καλός του εαυτός δεν διέσχισε ποτέ τον Ατλαντικό.
Πηγή: Gazzetta