Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για δύο ομάδες που παίζουν σήμερα, «κανονικό» ποδόσφαιρο – τις μοναδικές ομάδες που εμπιστεύθηκαν με στρατηγική έναν Ελληνα προπονητή.
Κοιτάζοντας τον χάρτη των ομάδων που μετέχουν στην Superleague 1 είναι πολύ εύκολο να αντιληφθείς πόσοι και ποιοι είναι οι σύλλογοι που έχουν εμπιστευθεί στρατηγικά τον Ελληνα προπονητή στη σεζόν 2020-’21. Περισσότερες από τις μισές ξεκίνησαν τη χρονιά με ξένο προπονητή. Και κάποιες από αυτές που επέλεξαν να ξεκινήσουν με Ελληνα, τον έχουν ήδη αντικαταστήσει. Μέσα από μια απλή διαδικασία, που δεν απαιτεί εσωτερική πληροφόρηση, καταλήγεις εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι μόνες ΠΑΕ που επέλεξαν συνειδητά να επενδύσουν πάνω στον Ελληνα προπονητή τους είναι ο ΟΦΗ και ο ΠΑΣ Γιάννινα.
Ο Γιώργος Σίμος μετρά 16 μήνες ως πρώτος προπονητής του ΟΦΗ. Το περασμένο καλοκαίρι η διοίκηση του «Ομίλου» επέλεξε να συνεχίσει μαζί του, ο 42χρονος προπονητής είχε λόγο στον σχηματισμό του ρόστερ της ομάδας, δηλαδή στις προσθαφαιρέσεις, δηλαδή έγιναν όλα φυσιολογικά.
Ο Αργύρης Γιαννίκης μετρά 17 μήνες ως προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα. Το περασμένο καλοκαίρι συνέβη κι εκεί το ίδιο, δηλαδή για την διοίκηση ήταν αυτονόητο ότι θα συνέχιζε με τον προπονητή που εξασφάλισε την επιστροφή του ΠΑΣ στην Superleague 1, και ο 40χρονος προπονητής συμμετείχε ουσιαστικά στον σχηματισμό του ρόστερ προκειμένου να καλύψει, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, τις ανάγκες αναβάθμισης του έμψυχου δυναμικού ενόψει της συμμετοχής στην υψηλότερη κατηγορία.
Το απόγευμα της Κυριακής είδα τον μεταξύ τους αγώνα στο Ηράκλειο. Είδα δύο Ελληνες προπονητές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν πολλούς Ελληνες ποδοσφαιριστές (8 ο Σίμος, 10 ο Γιαννίκης), να παρουσιάζουν ομάδες των οποίων η ταυτότητα είναι δημιουργική, επιθετική. Ομάδες που θέλουν την μπάλα στα πόδια και έχουν δουλέψει τόσο για να την κρατούν και να την αξιοποιούν όσο και για να την επανακτούν και μάλιστα ψηλά στο τερέν όταν την χάνουν.
Σε ένα μέτριο παιχνίδι του ΟΦΗ και ένα σχετικά καλό παιχνίδι του ΠΑΣ, σε ένα 90’λεπτο είδα ρεπερτόριο συστημάτων όμοιο με αυτό που παρακολουθώ μελετώντας την δουλειά προπονητών που εργάζονται στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα: ποδοσφαιριστές εκπαιδευμένοι για να διαβάζουν το παιχνίδι του αντιπάλου και να αποφασίζουν, ομάδες με επίγνωση και φυσική κατάσταση για να παίζουν επιθετική άμυνα και να ασκούν πίεση στον αντίπαλο μέχρι τους αμυντικούς και τον τερματοφύλακα, ομάδες εκπαιδευμένες να κάνουν άμεσο πρέσινγκ αποτελεσματικά, ομάδες που ψάχνουν να αναπτύξουν τις επιθέσεις τους με ποιοτικές πάσες διασπώντας αμυντικές γραμμές του αντιπάλου, ομάδες που λειτουργούν συντονισμένα στο πρέσινγκ μόλις τους δοθεί το έναυσμα, ομάδες με καλή ενδοεπικοινωνία, ομάδες με ανθεκτικότητα, που ανασυντάσσονται όταν τους «στραβώνει» το παιχνίδι και προσπαθούν οργανωμένα και ψύχραιμα να το «ισιώσουν». Είδα προπονητές με θετική στάση στον πάγκο, οι οποίοι συμπεριφέρονταν σαν προπονητές μπάσκετ σε σχέση με την ενεργητικότητά τους και τη «συμμετοχή» τους στις προσπάθειες της ομάδας, αλλά δίχως να εκνευρίζουν ή να αγχώνουν τους ποδοσφαιριστές τους.
Φυσικά ο ΟΦΗ και ο ΠΑΣ δεν τα έκαναν όλα τέλεια στο μεταξύ τους παιχνίδι. Και προφανώς έχουν μεγάλο περιθώριο να βελτιωθούν. Το μεγαλύτερο μέρος της βελτίωσης όμως είναι σχετικό με την ποιοτική αναβάθμιση, δηλαδή είναι σχετικό κυρίως με την ατομική τεχνική και την ατομική ποιότητα και όχι με τις ομαδικές τακτικές κινήσεις ή την ομαδική τεχνική. Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση περνά μέσα από την απόκτηση ή την ανάδειξη ποδοσφαιριστών που θα έχουν τα στοιχεία που λείπουν για την βελτιστοποίηση του παιχνιδιού της ομάδας. Οι καλύτερες αποφάσεις και οι καλύτερες τελικές επιλογές όταν μια επίθεση φτάνει στην φάση της εκτέλεσης είναι περισσότερο σχετικές με την ατομική ποιότητα και όχι με την λειτουργικότητα/αποτελεσματικότητα του αγωνιστικού σχεδίου. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, σκεφτόμουν τον Σίμο και τον Γιαννίκη με ρόστερ πρωταθλητισμού.
Αποτελούν εξαίρεση ο Σίμος και ο Γιαννίκης συγκριτικά με το επίπεδο του Ελληνα προπονητή; Ναι, αν κοιτούσαμε πίσω, δηλαδή στο παρελθόν, διότι και οι δύο είναι προπονητές νέας τεχνολογίας και η προπονητική έχει αλλάξει θεαματικά συγκριτικά με τη φύση που είχε 15 χρόνια πίσω. Όχι, αν κοιτάζαμε τους προπονητές της γενιάς τους, διότι ανάμεσα στους προπονητές που είναι κάτω των 50 ετών κυκλοφορούν ένα σωρό αξιόλογοι Ελληνες. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν τους εμπιστεύεται και δεν τους υπολήπτεται. Τα συνήθη κριτήρια επιλογής προπονητή είναι το «φτηνό» συμβόλαιο, το «παίρνει από λόγια», το «έχει ατζέντα» και το «κάνει έργα». Τέτοιους προπονητές είχε μάθει να γυρεύει η ελληνική αγορά του ποδοσφαίρου.
Εχω πάψει να ελπίζω ότι η Ελλάδα θα βάλει μυαλό στο ποδόσφαιρο. Πλέον έχω συμβιβαστεί και μαθαίνω να χαίρομαι αυτό που συμβαίνει, όταν συμβαίνει, κατ’ εξαίρεση. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει στον ΟΦΗ από την ημέρα που ασχολήθηκαν μαζί του άνθρωποι με γνώση, εμπειρία και πολιτισμό, και αυτό που συμβαίνει από το καλοκαίρι του 2019 στα Γιάννινα με τον Γιαννίκη. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσουν αυτά τα έργα, και δεν πιστεύω πλέον ότι είναι πιθανό αυτά να δημιουργήσουν, μέσα από την επιτυχία τους, νέο ρεύμα, νέα τάση, μόδα συνειδητής εμπιστοσύνης προς τους Ελληνες προπονητές και τους Ελληνες ποδοσφαιριστές, χωρίς παρεμβάσεις. Δυστυχώς δεν είναι τόσο απλό να αλλάξει η νοοτροπία. Γι’ αυτό και σήμερα καταναλώνω υπεύθυνα το ποδόσφαιρο του ΠΑΣ του Γιαννίκη και του ΟΦΗ του Σίμου. Χωρίς ψευδαισθήσεις. Μόνο με την ευχή να συνεχίσει να συμβαίνει, και με κάθε ευχή να επιτύχουν. Για να δικαιωθεί η δουλειά τους και η εμπιστοσύνη αυτών που τους επέλεξαν.
πηγή: gazzetta.gr