Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Καρπετόπουλου

Οι μεν, περνάνε και δεν τους θυμάται κανείς για κάτι. Τα αφήνουν όλα, και τα παραδίδουν στον επόμενο, όπως τα βρήκαν από τον προηγούμενο. Οι δε, γράφουν την ιστορία. Εγγράφουν το όνομά τους, στον ρου της ιστορίας.

Χρόνια έκτοτε, ακόμη λέμε ότι το να πάει Σάββατο από Τετάρτη ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ ήταν “ιδέα του Πλατινί”. Χρόνια αργότερα, θα λέμε ότι η ριζική αναμόρφωση του format των τριών Κυπέλλων Ευρώπης έγινε “επί Τσεφερίν”. Εδώ και (πάνω από) μισόν αιώνα μνημονεύουμε τον Αγγλο διαιτητή Κεν Αστον, ότι έβαλε στο ποδόσφαιρο την κίτρινη και την κόκκινη κάρτα. Και κακώς, κάκιστα, μου διαφεύγει τώρα το όνομα του Βραζιλιάνου που πριν 25 χρόνια επινόησε το σπρέι (για την τοποθέτηση της μπάλας και του τείχους στα φάουλ).

Τη νύχτα που, προ μηνών, είχε έρθει στο Open ο Μάκης Γκαγκάτσης, ένα πράγμα ήταν η έκκλησή μου. Να μη καταπιεί τη θητεία του, η διαχείριση της μίζερης καθημερινότητας. Να μη αναλώσει την ενέργεια του, στο να χωρίζει όσους μαλώνουν για τις διαιτησίες σήμερα ή για τις διαιτησίες παλαιά. Να προωθήσει, τα σημαντικά. Τα οραματικά. Ωστε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας να λένε κάποτε, αυτό έγινε “επί Γκαγκάτση”.      

Ηδη προς το φινάλε της πρώτης χρονιάς, και με ξέρετε πόσο στριφνός γίνομαι στο να αφιερώσω μια καλή κουβέντα σε αξιωματούχο του ποδοσφαίρου, η αποτίμηση είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή. Μία λαμπρή εκκίνηση. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, έχουν γίνει όσα δεν έγιναν επί χρόνια. ‘Η, και επί δεκαετίες. Εγιναν στην πραγματικότητα, όσα γίνονταν “με το στόμα” μονάχα.

Το πρώτο φυσικά, είναι η εγκατάσταση της ομοσπονδίας και των Εθνικών Ομάδων σε σπίτι. Το Σπίτι του Ελληνικού Ποδοσφαίρου, στην Παιανία. Είχα βαρεθεί να ντρέπομαι, και να αυτομαστιγώνομαι, όταν με ξεναγούσαν στις δικές τους εγκαταστάσεις Τούρκοι, Αλβανοί, Ρουμάνοι. Επίσης είχα μπουχτίσει να ακούω τα ίδια και τα ίδια λόγια, από την εποχή του μακαρίτη Τριβέλλα. Οτι “δεν νοείται να είναι η Εθνική τσιγγάνα” μπλα-μπλα-μπλα.

Το δεύτερο είναι η ζωογόνος πνοή που, αναμφισβήτητα, εμφυσήθηκε στην Εθνική. Και εξ αυτής, ο προβιβασμός στην Α’ Εθνική της Ευρώπης. Η προσδοκία ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου, που ξανάγινε κάτι το εφικτό. Το ρεαλιστικό. Διότι, κάπου ακουμπά. Δεν ξεχνώ, την εβδομάδα μετά τη Γλασκώβη. Ερχόταν πρεμιέρα πλέι-οφ στη Σούπερ Λιγκ, με Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Ημουν για τρεις ημέρες, στην Ευρυτανία. Δεν βρέθηκε ψυχή, να ρωτήσει το κλασικό “τι βλέπεις στο ντέρμπι;” Οσοι πλησίαζαν, ήθελαν να πουν για τον Καρέτσα, τον Κωνσταντέλια, τον Ζαφείρη, τον Μουζακίτη, τον Βαγιαννίδη, τον Τζόλη, τον Παυλίδη, τον Κουλιεράκη, τον Τζολάκη. 

Το επόμενο είναι η επαναφορά στη ζωή, του Σούπερ Καπ (είθε, εν καιρώ, και του Λιγκ Καπ). Κι ακόμη περισσότερο, η αναδόμηση του χρεοκοπημένου μοντέλου του Κυπέλλου Ελλάδος “στη λογική” των Κυπέλλων Ευρώπης, με league phase και όλα αυτά. Ξέχασα να αναφέρω ευθύς εξαρχής, ότι πάντοτε προτιμώ μία κακή απόφαση από μία μη-απόφαση. Η κακή απόφαση, το πολύ-πολύ να φέρει αντιρρήσεις. Η αντίρρηση άλλωστε, πουλάει. Η μη-απόφαση, είναι αδράνεια.  

Οταν το μοντέλο έχει χρεοκοπήσει, κάνε κάτι. Το να μη κάνεις τίποτα, δεν είναι επιλογή. Αυτό προς αποφυγήν παρανοήσεων, δεν “μεταφράζεται” ότι θεωρώ το καινούργιο format του Κυπέλλου Ελλάδος κακό. Ισα-ίσα, μου αρέσει. Κι όσο πιο έξυπνα φυτευτούν οι ημερομηνίες μέσα στο καλεντάρι, τόσο το καλύτερο. Αλλά και κακό να μου φαινόταν το μοντέλο, πάλι θα το προτιμούσα από το προγενέστερο χρεοκοπημένο.

Και βέβαια, προσμετράται στη λαμπρή εκκίνηση το άνοιγμα της συζήτησης (που δεν είναι μόνο συζήτηση, είναι κιόλας πρωτοβουλίες-βηματάκια, όσο πιο μικρά, τόσο πιο εφαρμόσιμα) για την “ελληνικότητα” στην πυραμίδα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Λίγο-λίγο, ώστε να φτάσουμε στο πολύ. Εξίσου είναι σημαντικό, ότι άνοιξε γρήγορα η συζήτηση για την ορθολογική διάρθρωση των κατηγοριών. Αλλο ένα μοντέλο που εμφανώς δεν είναι βιώσιμο, οπότε το να μη γίνει τίποτα γι’ αυτό, να το αφήσουμε όπως το βρήκαμε, δεν είναι επιλογή.

Στο δε αγαπημένο θέμα μας, ένας αρχιδιαιτητής που ιδρώνει τη φανέλα όσο κανείς προηγούμενος. Μολονότι έφτασε τελευταία στιγμή στη χώρα, μολονότι μας μάθαινε (και τον μαθαίναμε) ενόσω τα πρωταθλήματα κυλούσαν, το αποτέλεσμα είναι ότι, λίγο ως πολύ, όλα τα διακυβεύματα της σεζόν κρίθηκαν αναίμακτα. Μπορούσε να μας βοηθήσει περισσότερο; Να έβαζε Ελληνα διαιτητή, αντί να πρέπει να φέρει Νορβηγό, στη ρεβάνς του έξι-μηδέν ΑΕΚ-Ολυμπιακός; Να έβαζε Ελληνα διαιτητή, αντί να πρέπει να φέρει Λετονό, την Κυριακή Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός; Μάλλον το αντίστροφο, κατά τη γνώμη μου, οφείλαμε να συμβεί. Να βοηθήσουμε εμείς αυτόν, ενθαρρύνοντάς τον να βάλει Ελληνες διαιτητές σε τέτοια παιγνίδια. Δεν νομίζω να το κάναμε, δεν το έκανε.

Το αναίμακτο, διότι δεν υπάρχει λόγος να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, εννοείται πως έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ήταν χρονιά στην οποίαν ο Ολυμπιακός κέρδιζε, συνεπώς ο κύριος Μαρινάκης ευρισκόταν σε ελεγχόμενη καταστολή. Μία φορά στη χρονιά κάτι έχασε, την ευρωπαϊκή συνέχεια, κι αμέσως-αμέσως έφταιγε η UEFA (και όσοι δημοσιογράφοι δεν το βροντοφώναξαν). Μία φορά κάτι να χάσει στην Ελλάδα, ή έστω να νιώσει ότι κινδυνεύει να το χάσει, όλοι καταλαβαίνουμε ποιος θα φταίει και τι περιμένει τον Γκαγκάτση. Για πότε οι έπαινοι στα media, θα γίνουν ριπές.

Οσο ο αρχιδιαιτητής, άλλο τόσο ο Γκαγκάτσης ιδρώνει τη φανέλα. Δεν είναι πρόεδρος τιμής ένεκεν, να παρίσταται και να χαιρετίζει. Είναι ντε φάκτο, εκτελεστικός πρόεδρος. Μια δουλειά, πλήρους απασχολήσεως. Για την οποίαν, άφησε στη Θεσσαλονίκη (μαζί με μία γυναίκα και δύο μικρά παιδιά) μια άλλη δουλειά πλήρους απασχολήσεως. Στην Αθήνα ο Γκαγκάτσης κοιμάται σε ένα ντιβάνι, το μόνο που ζήτησε ήταν να του βάλουν μία τηλεόραση, μέσα στις εγκαταστάσεις της ΕΠΟ. Και… δεν αμείβεται. Τραγικό! Δεν νοείται, να αιωρούνται ερωτήσεις πώς ζει. Πώς τα βγάζει πέρα. Δεν επιτρέπεται, να μη έχει λύσει η κυβέρνηση (διότι στη δική της αρμοδιότητα εμπίπτει) το να αμείβεται ο Γκαγκάτσης, δίκαια και με πλήρη διαφάνεια. 

Εδώ που τα λέμε, και ο ίδιος δεν βοήθησε την υπόθεσή του…με την, ενάντια στην επιθυμία της κυβέρνησης, ψήφο που το ποδόσφαιρο έδωσε στις εκλογές της Ολυμπιακής Επιτροπής. Επρεπε κατόπιν τούτου, να το περιμένει. ‘Η μήπως, η εκδικητικότητα τον έκανε να πέσει από σύννεφο;