Επιλογή Σελίδας



Του Νίκου Παπαδογιάννη

Mετά τις 3 απανωτές ήττες και τα χαμόγελα, έφτασε για τον Ολυμπιακό η στιγμή της προσγείωσης. Όχι απαραίτητα απότομης και ανώμαλης, ωστόσο προσγείωσης.

Τα προτερήματα που παρουσίασαν οι «κόκκινοι» στα προηγούμενα παιχνίδια εξανεμίστηκαν στα χέρια μίας ομάδας που μπορεί να μην έχει το λούστρο, αλλά στις 23 Οκτωβρίου 2020 είναι καλύτερη από τον Ολυμπιακό.

Στη λίγκα όπου δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει τους πατρίκιους από τους πληβείους, δεν βλάπτει λίγος ρεαλισμός. Χρειάζεται ακόμη χρόνος, για να γίνει ο Ολυμπιακός αξιόπιστη ομάδα του δευτέρου ορόφου.

Το καλύτερο που έχουν να κάνουν ο Γιώργος Μπαρτζώκας και οι παίκτες του είναι να χρησιμοποιήσουν το αποψινό ματς ως πυξίδα και να μετατρέψουν το πάθημα σε μάθημα.

Μπορεί ο Ολυμπιακός να γέμισε το ιστορικό γήπεδο του Μονάχου με τσιμεντόλιθους, αλλά η αφλογιστία του δεν ήταν αποκλειστικά προϊόν κακής βραδιάς.

Τα περισσότερα σουτ έγιναν υπό άσχημες προϋποθέσεις, απέναντι σε μία αθλητική άμυνα που είχε διαβάσει νεράκι τα χούγια των αντιπάλων της και δεν τους άφησε να δουν ορίζοντα.

Ας μη ξεχνάμε, ότι ο Σπανούλης και ο Σλούκας ήταν οι δύο από τους τρεις γκαρντ της Εθνικής μας ομάδας στο μοναδικό Ευρωμπάσκετ όπου την κοουτσάρισε ο Αντρέα Τρινκιέρι.

Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, το φανατισμένο κυνηγητό των Γερμανών γκαρντ ανάγκασε τους παίκτες του Ολυμπιακού σε κακές επιλογές, σε φτηνά λάθη και σε απονενοημένα διαβήματα μετά από στείρες επιθέσεις των 20-22 δευτερολέπτων.

Ελεύθερα σουτ τριών πόντων οι Πειραιώτες βρήκαν μόνο σε συνθήκες αιφνιδιασμού ή μετά από επιθετικά ριμπάουντ. Το κοντέρ έγραψε 4/11 τρίποντα στο πρώτο ημίχρονο, 2/7 στην τρίτη περίοδο, 0/10 στην τέταρτη και 6/28 συνολικά.

Αν ο Ολυμπιακός έμεινε στο παιχνίδι μέχρι το τέλος, με ένα μόνο προσπέρασμα σε 40 λεπτά αγώνα (49-50), το οφείλει στη ρέντα του Τσαρλς Τζένκινς και σε μερικούς ηρωισμούς του Σακίλ ΜακΚίσικ.

Ο πονηρός Ιταλός έβλεπε τα τρίποντα του Τζένκινς και μέσα του γελούσε. Ήξερε ότι δεν κινδύνευε να χάσει το παιχνίδι από αυτόν.

Ο Μπαρτζώκας απέσυρε στον πάγκο τους νικημένους Σλούκα, Σπανούλη (αλλά και τον Πρίντεζη) και προσπάθησε να πάρει το ματς με τους Αμερικανούς του και με τον Βεζένκοφ.

Το πειραματικό σχήμα έπαιξε αρκετά καλή άμυνα στην τελική ευθεία, αλλά στην άλλη άκρη δεν είχε ούτε καθοδήγηση ούτε φαντασία.

Η τελευταία ευκαιρία χάθηκε ουσιαστικά 50 δευτερόλεπτα πριν το φινάλε, όταν ο ΜακΚίσικ τράβηξε χειρόφρενο στον αιφνιδιασμό και προσπάθησε να βάλει τρίποντο, για να μειώσει τη διαφορά στον πόντο (72-68).

Το σουτ δεν ήταν εύστοχο, αλλά η επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένη, αφού ο Αμερικανός με την τυφλή αυτοπεποίθηση εκτέλεσε ανενόχλητος και η κλεψύδρα άδειαζε.

Ίσως ήταν λάθος η απουσία του Κώστα Σλούκα από την πεντάδα του τελευταίου τετραλέπτου, αλλά δεν είναι δίκαιο να απαξιώνεται μία επιλογή με υποθετικούς λόγους και θεωρητικά επιχειρήματα.

Σε προηγούμενες περιπτώσεις, τα διαγωνίσματα που εσχάτως βάζει ο Μπαρτζώκας στην ομάδα του αποδείχθηκαν επιτυχημένα και επιβραβεύτηκαν με νίκες.

Από τον αποψινό Ολυμπιακό έλειψε το πάθος, έλειψε η ενέργεια, έλειψε το καθαρό βλέμμα. Από το πρώτο κιόλας δεκάλεπτο, τα λάθη του χάριζαν εύκολα καλάθια στη Μπάγερν και την έκαναν να νιώθει αφεντικό.

Το πρόσωπο της βραδιάς ήταν ο Ουέιντ Μπάλντγουιν, ο οποίος πιστοποίησε αυτό που και στην «κόκκινη» θητεία του ήταν εμφανές για το έμπειρο μάτι. Κάπου μέσα στο κορμί του κρύβεται ένας καλός παίκτης.

Όταν πρωτοπέρασε τον Ατλαντικό για να παίξει στον Ολυμπιακό, ο νεαρός Αμερικανός δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει ευθύνες πρωταθλητισμού. Ούτε διέθετε την πείρα για να γίνει μπαλαντέρ πενταλέπτων.

Η Μπάγερν του Τρινκιέρι του δίνει την ευκαιρία να κρατήσει στα χέρια του τα χαλινάρια επί 25-30 λεπτά, δίχως να χολοσκάει για το αποτέλεσμα. Πολύτιμο εφόδιο, η έλλειψη πίεσης.

Ο Μπάλντγουιν κλήθηκε να κάνει τα πράγματα που ξέρει καλά και ανταποκρίθηκε απόλυτα, απέναντι σε αντιπάλους πολύ πιο ποιοτικούς και πεπειραμένους από τον ίδιο.

Συνολικά, η Μπάγερν του 2020-21 είναι ομάδα του προπονητή και όλοι οι παίκτες της μοιάζουν στο παρκέ καλύτεροι απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.

Το ίδιο είθισται να ισχύει και για τις ελληνικές ομάδες, αλλά η αποψινή βραδιά δεν ήταν η καλύτερη του Μπαρτζώκα και των παικτών του στο γραφείο.

Όταν γίνει η σούμα της στατιστικής (27-23 ριμπάουντ, 6/28 τρίποντα, περισσότερα λάθη παρά ασίστ) και προστεθεί μία γερή δόση από «ρεαλπολιτίκ», ο ταιριαστός τίτλος δεν θα είναι «γαμώτο», αλλά «πάλι καλά».

Διότι μετά το 68-57 του 35ου λεπτού και μακριά από το γνώριμο περιβάλλον του Φαλήρου, ο Ολυμπιακός του Μπλατ, του Κεμζούρα και του …Μπάλντγουιν θα είχε μάλλον παραδοθεί.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This