Του Βασίλη Σαμπράκου
Και ξαφνικά τώρα, που ο Αργύρης Γιαννίκης προσελήφθη από την ΑΕΚ, οι Έλληνες προπονητές έγιναν πλειοψηφία στην Superleague. Μέχρι τώρα οι προπονητές ήταν μοιρασμένοι, δεδομένου ότι εργάζονταν 7 Ελληνες στις 14 ελληνικές ομάδες (Μεταξάς, Αναστασίου, Σπανός, Γρηγορίου, Νιόπλιας, Μάντζιος, Παράσχος). Και πλέον, με την πρόσληψη του Γιαννίκη, έγιναν περισσότεροι από τους ξένους. Τυχαίο, θα σκεφτεί κανείς, δεδομένου ότι έχουν ήδη προκύψει αλλαγές στους πάγκους. Ακόμη και στην αρχή όμως οι Έλληνες προπονητές ήταν αρκετοί – κάθονταν στους μισούς πάγκους της Superleague (Μεταξάς, Αναστασίου, Σπανός, Γρηγορίου, Νιόπλιας, Μάντζιος, Πετράκης). Συνεπώς από την αρχή της η φετινή ήταν μια σεζόν ευκαιρίας για τον Έλληνα προπονητή να αποδείξει ότι μπορεί να βρίσκεται στο κορυφαίο επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Γιαννίκης βεβαίως είναι μια ξεχωριστή περίπτωση από τους υπόλοιπους. Όχι μόνο επειδή είναι ο μόνος που εργάζεται σε ομάδα που έβαλε στόχο στην σεζόν την κατάκτηση του τίτλου, αλλά και επειδή είναι ο μικρότερος στην ηλικία από όσους Έλληνες εργάζονται σήμερα στην Superleague. Είναι ο μόνος εκπρόσωπος της γενιάς των γεννημένων στην δεκαετία του ’80, και είναι ένας γνήσιος laptop coach, δεδομένου ότι δεν κουβαλά πίσω του μια επιτυχημένη ποδοσφαιρική καριέρα που δημιουργεί την αύρα και του δίνει τις ευκαιρίες για να εργαστεί στο κορυφαίο επίπεδο, και είναι προπονητής “του πανεπιστημίου”.
Όχι τυχαία, ο Γιαννίκης δεν είναι αυθεντικό ελληνικό προϊόν της προπονητικής – είναι κάποιος που σπούδασε το ποδόσφαιρο στην Γερμανία, στην σχολή της Κολονίας. Και αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Για να αντιληφθείς τη διαφορά αρκεί το παράδειγμα του UEFA Pro διπλώματος: στην Ελλάδα σου χρειάζονται συνολικά 2 μήνες μαθημάτων (σε διάρκεια μιας 2ετιας) και περίπου 3000 ευρώ για τα δίδακτρα στα σχολεία της ΕΠΟ. Στην Γερμανία χρειάζεται να καθίσεις για 11 – σερί – μήνες στα έδρανα της σχολής της Κολωνίας και να πληρώσεις περί τα 20.000 ευρώ για τα δίδακτρα. Δουλεύεις, κυριολεκτικά, από το πρωί μέχρι το βράδυ επί 11 μήνες, προτού φτάσεις στις τελικές εξετάσεις. Είναι εύκολο να κάνεις τον συνειρμό και να φτάσεις σε μια εκτίμηση σχετικά με το αν οι απόφοιτοι των δύο σχολών, της ελληνικής και της γερμανικής έχουν πάρει τα ίδια εφόδια από τα σχολεία τους.
Αυτό το κομμάτι, της επιμόρφωσης, είναι ένα μικρό μέρος της εξήγησης για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν βγάζει εύκολα προπονητές υψηλών προδιαγραφών και δεν καταφέρνει να εξάγει προπονητές. Σήμερα, που είναι περισσότεροι από ποτέ οι νέοι που ενδιαφέρονται για την προπονητική και τις συγγενικές επιστήμες, οι περισσότεροι, δηλαδή όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα μεταναστεύουν για σπουδές διότι δεν καλύπτονται από το ελληνικό επίπεδο. Δεν είναι μόνο ότι οι σχολές της ΕΠΟ δεν έχουν καλή φήμη από το παρελθόν. Είναι και ότι η προσφερόμενη γνώση εξαντλείται στις παραδοσιακές σχολές για τα διπλώματα της UEFA και δεν καλύπτει όλα τα υπόλοιπα πεδία, όπως αυτό της ανάλυσης. Φυσικά αυτό δεν είναι το μόνο κίνητρο των νέων για να φύγουν στο εξωτερικό· φεύγουν και για να κυνηγήσουν μια ευκαιρία να εργαστούν μακριά από εδώ, εκεί όπου το ποδόσφαιρο δίνει ευκαιρίες σε νέα μυαλά και οι συνθήκες εργασίας σέβονται τον εργαζόμενο.
Στην σημερινή του κατάσταση το ελληνικό ποδόσφαιρο προφανώς δεν είναι πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν νέοι προπονητές. Σκεφθείτε το λίγο, η δεύτερη κατηγορία δεν έχει καν ξεκινήσει, και σε αυτήν οι μισθοί των προπονητών είναι “της πείνας”. Για τις χαμηλότερες κατηγορίες δεν υπάρχει λόγος να κάνω ανάλυση. Κάπως έτσι καταλαβαίνεις γιατί τα παιδιά που μένουν στην Ελλάδα για να ασχοληθούν με την προπονητική οραματίζονται τον εαυτό τους σε μια ακαδημία και όχι στον πάγκο των εθνικών κατηγοριών. Δεν είναι ζήτημα φιλοδοξιών – είναι καταρχάς ζήτημα βιοπορισμού, αλλά και ρεαλισμού.
Γιατί να θέλει να μπλέξει ο Έλληνας προπονητής με το “2 ημίχρονο – 1 τελικό” και να φλερτάρει με τον κίνδυνο να έρθει αντιμέτωπος με τους μπράβους του αφεντικού ή του αντιπάλου; Και γιατί να μη προτιμά τα – συχνά καλύτερα – λεφτά μιας ακαδημίας, της οποίας το αφεντικό δεν κυκλοφορεί με μπράβους και δεν βάζει τα ματς των ανήλικων στον τζόγο; Πώς λοιπόν να φτιάξει προπονητές το ελληνικό ποδόσφαιρο σε αυτό το περιβάλλον;
Θα ήθελα πολύ να πιστέψω ότι μια επιτυχία του Γιαννίκη θα βοηθούσε προς την αλλαγή του καθεστώτος, την αλλαγή της νοοτροπίας, την ενθάρρυνση των επιχειρηματιών να επενδύσουν στους νέους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Δεν πιστεύω όμως ότι θα συμβεί σύντομα στην Ελλάδα αυτό διότι οι Έλληνες προπονητές δεν μπορούν να αναδειχθούν σε αυτό το ποδόσφαιρο. Αν βλέπω ότι μπορεί να ωφελήσει η επιτυχία του Γιαννίκη τον Έλληνα προπονητή και κατ’ επέκταση το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι επειδή εκτιμώ ότι η δική του επιτυχία μπορεί να δώσει κουράγιο στον νέο Έλληνα προπονητή, να τον τονώσει ψυχολογικά, να του φτιάξει το φιλότιμο και το φρόνημα, να τον κάνει να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό του και να φύγει από την Ελλάδα για να κυνηγήσει αλλού την τύχη του. Καμία άλλη αξία δεν θα καταφέρει να προσφέρει ένας Έλληνας προπονητής με την επιτυχία του.
Πηγή: Gazzetta