Νότια Αφρική 2010, Ελλάδα-Νότια Κορέα, πρεμιέρα της Εθνικής στο Παγκόσμιο Κύπελλο, πέμπτο λεπτό. Ενας Κορεάτης επιθετικός “κλείνεται” στο κόρνερ, κοιτάζει το σημαιάκι, πλάτη στον αγωνιστικό χώρο, το λεγόμενο “δεν πηγαίνει πουθενά”. Τον βγάζει από την impossible θέση…ο Σεϊταρίδης. Του κάνει φάουλ! Γεμίζει η ελληνική περιοχή για τη στατική φάση “στα καλά καθούμενα”, κάπως περνά η μπάλα δεύτερο δοκάρι, γκολ, ένα-μηδέν.
Ενα “κλασικό εικονογραφημένο” σφάλμα, όλων των ποδοσφαιριστών σε όλες τις ομάδες. Το “κακό” φάουλ. Το τζάμπα-και-βερεσέ φάουλ. Να τους φέρνεις όλους, άνευ λόγου, μέσα. Ενα σφάλμα που, ή ξεχνιέται αμέσως και παραγράφεται ή ζεις για να το μετανιώνεις. Ο Γιούρκας σε εκείνο το Μουντιάλ, δεν ξανάπαιξε ούτε λεπτό. Στα άλλα δύο ματς με Νιγηρία+Αργεντινή, ο Οτο έβαλε δεξιό μπακ τον Βίντρα. Ο Γερμανός ήταν άτεγκτος, με τα λάθη ανευθυνότητας.
Οι διεθνείς, με τον καιρό, το ήξεραν. Τι αποδέχεται και συγχωρεί ο Οτο, τι όχι. Χρόνια πριν, φθινόπωρο 2005 στην Κοπεγχάγη, το ματς που επιβεβαίωσε μαθηματικά τον αποκλεισμό της (πρωταθλήτριας Ευρώπης) Ελλάδας από το Παγκόσμιο Κύπελλο (2006) στην πατρίδα του Οτο, ένα-μηδέν η Δανία, γκολ σε στατική φάση, ένας σέντερ-μπακ (Γκράβγκααρντ). Στα μαν-του-μαν ήταν χρεωμένος, ο σκόρερ, στον Λυμπερόπουλο.
Η διήγηση του Λύμπε είναι σπαρταριστή. “Το τρώμε, ανεβαίνουμε για να κάνουμε σέντρα, συνειδητοποιώ τι έχει γίνει…και τι θα γίνει, προσπαθώ να το διαχειριστώ. Σαν να μη μου έφτανε αυτό, ακούω και τη φωνή σαν να μιλούσε ο Χάρος ένα μέτρο πίσω μου. “Το καταλαβαίνεις βέβαια, ότι τώρα θα κάνει κάνα χρόνο να σε ξανακαλέσει”. Ηταν ο Κατσουράνης!” Ο Κατσουράνης έπεσε…ένα μήνα έξω. Ο Λυμπερόπουλος ξανάπαιξε επίσημο αγώνα στην Εθνική, όχι δώδεκα μήνες αργότερα, έντεκα μήνες αργότερα.
Δεν έχει να κάνει, με εμπειρία ή απειρία. Ο Γιούρκας το 2010, ήταν 29 ετών. Ο Λύμπε στην Κοπεγχάγη, ήταν 30 ετών. Μάλλον έχει να κάνει, πιο πολύ με τη στιγμή. Στο Καραϊσκάκη την Κυριακή, το φάουλ-χάρισμα (σε αντίπαλο που δεν πήγαινε πουθενά) το έδωσε ο Βαγιαννίδης στον Ζέλσον Μαρτίνς. Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος στα καρέ, γκολ στο δεκαπεντάλεπτο, ένα-μηδέν. Ο Παναθηναϊκός έπαθε με τον Ολυμπιακό, αυτό που είχε γλιτώσει στο πρώτο δεκαπεντάλεπτο με την ΑΕΚ. Ο Βαγιαννίδης βγήκε, στο ημίχρονο.
Σε αυτό το πρώτο κομμάτι της αναμέτρησης, στην πραγματικότητα ο Ολυμπιακός έκανε πιο πολλά φάουλ από τον Παναθηναϊκό. Ηταν όμως, τα “καλά” φάουλ. Τα φάουλ της ορμής, ενός διεκδικητή του τίτλου που παίζει εντός έδρας ντέρμπι. Ο Παναθηναϊκός έφτυνε γάλα, όχι για να επιτεθεί, έστω για να περάσει τη μεσαία γραμμή. Σήμερα πλέον, μας έχει δοθεί η “μετά λόγου γνώση” τι θα συνέβαινε Παναθηναϊκός-ΑΕΚ εάν η ΑΕΚ είχε προηγηθεί νωρίς.
Θα συνέβαινε κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι συνέβη και Παναθηναϊκός-ΠΑΟΚ όταν ο ΠΑΟΚ προηγήθηκε νωρίς. Ο,τι συνέβη και Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, που ο Ολυμπιακός προηγήθηκε νωρίς. Ο Παναθηναϊκός, θα επέστρεφε όπως επέστρεψε (στον Πειραιά) στο δεύτερο κομμάτι του πρώτου μέρους. Το οποίο δεύτερο κομμάτι, ας πούμε τα τελευταία είκοσι λεπτά του πρώτου μέρους, ήταν το καλύτερο κομμάτι του Παναθηναϊκού στην εικόνα ολόκληρου του παιγνιδιού.
Αλλη μία φορά, όποτε δεν αποδίδει η “εγνωσμένη” δεξιόστροφη λειτουργία του Παναθηναϊκού, εκεί θα έρθει η αριστερόστροφη και θα φέρει την ισορροπία. Απέναντι, ο Τζούριτσιτς έγινε πάλι σημαντικός. Μια ισοφάριση του Παναθηναϊκού πριν την ανάπαυλα, δεν θα ήταν καθόλου ασύμβατη με τη ροή των δρώμενων. Εν τέλει η ισοφάριση του Παναθηναϊκού ήλθε, στις “έκτακτες καταστάσεις” του δεύτερου ημιχρόνου. Εκτακτες καταστάσεις, λόγω του 10-v-11 εννοείται.
Ο Μεντιλίμπαρ θυσίασε τον Ζέλσον Μαρτίνς, άπλωσε σε μια ευθεία τέσσερις κεντρικούς μέσους (κανένα εξτρέμ!) κοντά τον ένα στον άλλον, 4-4-1. Ο Ελ Κααμπί, όσο αντέξει. Κι όταν ο Ελ Κααμπί δεν θα άντεχε άλλο, τότε ο προπονητής θα έφερνε αντί του Ελ Κααμπί τον Κωστούλα. Μόνο που μεσολάβησε η ισοφάριση. Ο Ελ Κααμπί…έπρεπε ν’ αντέξει κι άλλο. Και επειδή η στόχευση ποτέ δεν έπαψε να είναι η νίκη, ακόμη και μετά την ισοφάριση, ρόλος υπήρχε πια (δίπλα στον Ελ Κααμπί) και για τον Κωστούλα, 4-3-1-1.
Μετά από ένα ολιγόλεπτο διάστημα προσαρμογής στις καινούργιες συντεταγμένες, οι παίκτες υποστήριξαν το σχέδιο διαχείρισης του Μεντιλίμπαρ με τον αποτελεσματικό τρόπο που όλοι συνομολογούν. Ανυποψίαστος θεατής του δεύτερου ημιχρόνου, δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό να μετρήσει πόσοι είναι με τα κόκκινα πόσοι είναι με τα πράσινα. Δεν χτυπούσε στο μάτι, αριθμητική διαφορά.
Φυσικά ο Ρούι Βιτόρια, σταδιακά έφερε μέσα όλα τα επιθετικά όπλα. Ο,τι είχε και δεν είχε. Ετσι άλλωστε “το βρήκε”, σε καμπή της παρτίδας κατά την οποία αυτοί με τα πράσινα μάζευαν δεύτερες μπάλες και ανανέωναν επιθέσεις. Με όλα τα επιθετικά όπλα μέσα, ο Ιωαννίδης (ένας σέντερ-φορ που είναι…ένα πλήρες οπλοστάσιο) πήγε από τη θέση-εννέα στη θέση-εννιάμισι, στον ελάχιστο χώρο για να πάρει καλύτερη φόρα προτού επιχειρήσει την απονενοημένη ένας-εναντίον-όποιων-βρεθούν-στον-δρόμο μπούκα.
Η “ευκαιρία” του Παναθηναϊκού εκεί και τότε, με την ισοφάριση και με άλλα είκοσι λεπτά διαθέσιμα, να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να τα πάρει όλα, είναι καλή μεν θεωρία δε. Στην πράξη ο Ολυμπιακός, τέτοιο δικαίωμα δεν έδωσε. Ο Παναθηναϊκός σε ένα ολόκληρο ημίχρονο αριθμητικής υπεροχής, κάτι άλλο (πέρα από τη μπούκα του Ιωαννίδη) δεν κατάφερε. Να θυμίσουμε δε, ότι και εναντίον του ΠΑΟΚ πρόσφατα, ένα ολόκληρο ημίωρο αριθμητικής υπεροχής…δεν φαινόταν στο χορτάρι. Δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Στον τελικό λογαριασμό της ημέρας, η ισοπαλία είναι το εντάξει αποτέλεσμα.
Κατά την ταπεινή (περί fair συμπεριφορών) αντίληψή μου, εύκολα ο Ιωαννίδης μπορούσε να έχει αποφύγει τον πανηγυρισμό “μες στα μούτρα” οπαδών του αντίπαλου. Το διαχρονικό παράδειγμά μου εδώ, είναι ο Ντέμης. Ας ρωτήσει ο Φώτης τον πατέρα του, τον Βασίλη, που τόσες φορές μάρκαρε τον Ντέμη. Ο Ντέμης δεν πανηγύρισε ποτέ, μπροστά στους “άλλους”. ‘Η πήγαινε στους ΑΕΚτσήδες ή, εάν στην κερκίδα ήταν μόνον…άλλοι, θα πήγαινε στους συμπαίκτες του (και, το πολύ-πολύ, ως τον πάγκο της ΑΕΚ). Είχε αυξημένη ευαισθησία, σε αυτό. Το έβαλε και στον “εσωτερικό κανονισμό” αργότερα, όταν έγινε πρόεδρος.
Κατά την εξίσου ταπεινή (περί διαιτησίας) αντίληψή μου, fact είναι ότι ο Ολυμπιακός στα τρία από τα τελευταία τέσσερα παιγνίδια (κύπελλο, πρωτάθλημα, Ευρώπη) βρήκε τους ρέφερι των τελικών Τσάμπιονς Λιγκ της προηγούμενης τριετίας. Turpin (τελικός 2022) στο Ντραγκάο, Marciniak (τελικός 2023) στο Ολυμπιακό Στάδιο με τον Παναθηναϊκό, Vincic (τελικός 2024) τώρα. Μια χαρά, εκτός έδρας. Εντός, θέλεις κάτι πιο…ευάλωτο.
Ολα καλά, και πάμε παρακάτω.
Πηγή: Sdna