Του Αντώνη Καρπετόπουλου
To ξέσπασμα του Ρασβάν Λουτσέσκου ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον αυτή την αγωνιστική. Ο Ρουμάνος είπε ορθά κοφτά ότι αν δεν τον θέλουν μπορεί να μαζέψει τα πράγματα του και να επιστρέψει στο Βουκουρέστι. Κυρίως με τον τρόπο που μίλησε μας υπενθύμισε κάτι που συνήθως ξεχνάμε, δηλαδή πόσο δύσκολη είναι στην Ελλάδα η δουλειά του προπονητή.
Τι είπε και γιατί
Στον ΠΑΟΚ στο Λουτσέσκου έπρεπε ήδη να έχουν κάνει ένα άγαλμα. Το πρωτάθλημα που ο Ρουμάνος κέρδισε πέρυσι, το κέρδισε μόνος του, χωρίς καμία διοικητική βοήθεια (αφού και εντός του ΠΑΟΚ ελάχιστοι το πίστευαν) και με τον ιδιοκτήτη της ομάδας κ. Ιβάν Σαββίδη να μην έρχεται ούτε στην φιέστα. Κι αν ωστόσο ο ΠΑΟΚ δεν κέρδιζε το περσινό πρωτάθλημα, αυτά που έχει κάνει ο Λουτσέσκου στην επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη είναι από τα σπάνια – συνήθως οι επιστροφές είναι καταστροφές. Όχι η δική του.
Ο Λουτσέσκου καθιέρωσε δυο νέα παιδιά – τον Κουλιεράκη και τον Κωνσταντέλια κι ο πρώτος έφερε στον σύλλογο χρήματα για να τον κάνουν κερδοφόρο για μια τριετία. Ανέδειξε και τον Τζίμα που είναι δανεικός στην Γερμανία. Ανάστησε τον Τάισον δουλεύοντας μαζί του υποδειγματικά. Βοήθησε τον Κοτάρσκι, που ήρθε παιδί στην Θεσσαλονίκη, να γίνει ο καλύτερος ίσως τερματοφύλακας στο ελληνικό πρωτάθλημα. Και το σπουδαιότερο; Πέρυσι παρουσίασε μια ομάδα επιθετική μηχανή που πέτυχε πάνω από 100 γκολ κι έπαιξε ποδόσφαιρο που οι οπαδοί του ΠΑΟΚ χάρηκαν και οι υπόλοιποι ζήλευαν. Είναι θαυματοποιός ο Ρασβάν; Ισως όχι. Εχει στη διετία και αποτελέσματα πικρά κι έχει για αυτά κι αυτός ευθύνες. Επί των ημερών του ο ΠΑΟΚ γνώρισε δυο οδυνηρούς αποκλεισμούς στο Conference League ενώ ήταν δυο βήματα από τον τελικό του. Εχασε μια είσοδο σε ομίλους από μια Λέφσκι. Φέτος αποκλείστηκε από την Μάλμε πριν τα play off του Τσάμπιονς λιγκ κι όλα αυτά πόνεσαν γιατί συνέβησαν στην Τούμπα. Αλλά το ισοζύγιο χαρές – πίκρες είναι υπέρ του. Τόσο που νομίζω ως κανείς δεν περίμενε ότι θα τον οδηγούσαν στο να πει δημοσίως ότι τον πνίγει το παράπονο.
Τι είπε ο Λουτσέσκου με τον τρόπο του στη Λειβαδιά; Ότι δεν τον ρώτησαν για τις καλοκαιρινές επιλογές, ότι του ζητάνε κάθε χρόνο να φτιάξει την ομάδα από την αρχή, ότι δεν καταλαβαίνουν την δουλειά του και το χρόνο που του χρειάζεται. Τα είπε όλα αυτά γιατί τον πλήγωσαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ με την αυστηρή κριτική τους; Όχι φυσικά. Τα είπε γιατί έχει παράπονα από τις διοικητικές παρεμβάσεις η τελευταία από τις οποίες ήταν να πέσει ένα πρόστιμο στην ομάδα για την ήττα από την Στεάουα χωρίς την έγκριση του. Και χωρίς να τον ρωτήσουν καν.
Λογικά παράπονα
Ηταν μόνο ο Λουτσέσκου που σε αυτή την αγωνιστική εξέφρασε παράπονα; Όχι φυσικά. Με τον τρόπο του το έκανε κι ο Ματίας Αλμέιδα που μίλησε για κακή στιγμή του ιατρικού επιτελείου στο ματς της ΑΕΚ με τον Παναιτωλικό λέγοντας πως η αργοπορία των γιατρών στοίχισε στην ΑΕΚ πολύ. Τι ήθελε να πει με αυτό ο Αλμέιδα; Ότι πολλές φορές κρίνεται για την δουλειά του από οπαδούς της ΑΕΚ (κι όχι μόνο) που ξεχνάνε πως δεν είναι μόνος του στην ομάδα αλλά έχει γύρω του πολλούς που ενώ θα έπρεπε να είναι υποστηρικτικοί, νομίζεις πως υπάρχουν για να του δυσκολεύουν την ζωή. Και με αυτό θα συμφωνούσαν μαζί του όλοι οι προπονητές που δουλεύουν εδώ.
Στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί (και με την βοήθεια των δημοσιογράφων…) ένα «επάγγελμα προπονητή» που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο κόσμος νομίζει ότι οι προπονητές είναι «απόλυτα αφεντικά», ότι έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις μεταγραφές, ότι δουλεύουν με μόνη πίεση την πίεση του αποτελέσματος – άντε και της εξέδρας. Οι πιο πολλοί θεωρούν το επάγγελμά του προπονητή προνομιακό καθώς αυτός απλά ζητάει και όλοι τρέχουν να τον ικανοποιήσουν. Μετά εμφανίζεται ο Λουτσέκου και λέει ότι στη διοίκηση του ΠΑΟΚ κάνουν διαφορετικά πράγματα από αυτά που θέλει και τον κοιτάζουμε όλοι σαν να είναι εξωγήινος. Κι όταν ο Κλοντ Μακελελέ λέει ότι έφυγε από τον Αστέρα Τρίπολης γιατί δεν ανεχόταν να του κάνουν υποδείξεις για τον ποιον θα χρησιμοποιήσει και ποιον όχι, γελάμε για την φυγή του μιλώντας για προπονητή που τον απολαύσαμε σε περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων, όπως τα καλοκαίρια του Πιξ Λαξ. Ενώ ο άνθρωπος μας λέει στα ίσια ότι ο ποδοσφαιρικός πολιτισμός μας είναι ανύπαρκτος. Και πως δεν είναι διατεθειμένος να κάνει εκπτώσεις για να είναι απλά ένα παραπάνω νούμερο στο τσίρκο μας.
Μεντιλίμπαρ – Αλόνσο
Η Ελλάδα έχει γίνει ο παράδεισος των παικτών. Μιλάμε τόσο πολύ για τους προπονητές (και συνήθως χωρίς να ξέρουμε ούτε την οπτική τους ούτε την δυσκολία της δουλειάς τους) ώστε έχουμε πλέον σχεδόν ξεχάσει ότι η ατομική απόδοση των παικτών καθορίζει πάντα ένα αποτέλεσμα. Πάρτε για παράδειγμα όσα ειπώθηκαν για το ντέρμπι ΠΑΟ- Ολυμπιακός (0-0) που ήδη ξεχάσαμε. Υπάρχουν πχ γκρίνιες για τον Ντιέγκο Αλόνσο όμως ο προπονητής του ΠΑΟ εμφάνισε μια ομάδα ψυχωμένη – ίσως όχι τόσο οργανωμένη, αλλά σίγουρα έτοιμη να χτυπήσει στις αδυναμίες του Ολυμπιακού. Ο ΠΑΟ είχε χάσει με κάτω τα χέρια από την ΑΕΚ και δεν κέρδισε την Πέμπτη την αδύναμη Μπόρατς και ποτέ για ένα προπονητή δεν είναι εύκολο να προετοιμάσει σωστά ένα ντέρμπι με τέτοιο βάρος μέτριων αποτελεσμάτων: ο Αλόνσο το έκανε. Στο πρώτο ημίχρονο, όπου η προετοιμασία μιας ομάδας (δηλαδή η δουλειά του προπονητή φαίνεται πιο πολύ) ο Παναθηναϊκός ήταν καλός. Στο δεύτερο ημίχρονο όταν ο κόουτς είδε τους μέσους του κυρίως να υποφέρουν από τον Ολυμπιακό που άρχισε να κυκλοφορεί καλύτερα την μπάλα, έκανε αλλαγές που πίστευε πως θα τον βοηθήσουν. Αν ο Πελίστρι, ο Μαξίμοβιτς κι ο Ουνάι δεν του έδωσαν σχεδόν τίποτα (μόνο ο Ουναϊ κατέγραψε μια τελική προσπάθεια που ήταν η μοναδική ίσως ευκαιρία του ΠΑΟ για 45 λεπτά) δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι η ευθύνη του.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Μεντιλίμπαρ. Όπως έχω επισημάνει ο Ολυμπιακός εξαρτάται πολύ, ειδικά φέτος, από τις επιλογές του προπονητή του. Στα ματς με την Λιόν, τον Ατρόμητο και την Μπράγκα αυτές ήταν εξαιρετικές. Με τον ΠΑΟ αποδεικνύεται πως κάνει λάθος όταν ξεκινά τον Ολιβέιρα. Αλλά ο Βάσκος, σε τελική ανάλυση, αυτό που έκανε ήταν να στηρίξει για ένα ημίχρονο ένα παίκτη που αποκτήθηκε με τυμπανοκρουσίες, είναι έμπειρος και θα πρεπε να έχει και προσωπικότητα – τέτοιοι παίκτες στα ντέρμπι χρειάζονται. Ο Μεντιλίμπαρ τον αντικατέστησε γρήγορα, έβαλε στη θέση του τον 17χρονο Κωστούλα, άλλαξε τρεις φορές στο δεύτερο ημίχρονο την επίθεση του Ολυμπιακού χρησιμοποιώντας παίκτες που ήρθαν από τον πάγκο όπως ο Βέλντε και ο Μασούρας. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει.
Για την ώρα μέτρια πράγματα
Με τον καιρό έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως σε όλες τις ομάδες υπάρχουν τρομεροί παίκτες και προπονητές που δεν μπορούν να τους αξιοποιήσουν. Κάνει κάποιος μια ντρίπλα και μια βαθιά μπαλιά κι αποκτά θαυμαστές που δεν έχει ούτε ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Αν είναι μεταγραφή (κι έχουν πληρωθεί για αυτόν κάποια χρήματα) είναι παικταράς πριν καν μπει στο γήπεδο. Αν είναι νέος είναι σούπερ σταρ πριν καν τον δούμε. Αν δεν έχει φύγει από την ομάδα (συνήθως γιατί κανείς δεν του έκανε μια πρόταση) είναι «σημαία». Συγνώμη αλλά δεν βλέπω ούτε παικταράδες, ούτε καν παίκτες για τους οποίους δεν κλαις τα χρήματα του εισιτηρίου που πληρώνεις. Ο έλεγχος, ειδικά των νεοφερμένων, δείχνει πως οι περισσότεροι για την ώρα και σε όλες τις ομάδες είναι μετριότητες. Μακάρι να ανεβούν και να παίξουν καλύτερα. Για την ώρα είναι βάσανα για τους προπονητές τους. Που είναι ζήτημα να έχουν φέρει όλοι μαζί πέντε παίκτες απο όσους αποκτήθηκαν το καλοκαίρι.
Στην Ελλάδα προπονητής είναι κάποιος που θα πρέπει να είναι συνηθισμένος να έχει ένα σωρό κόσμο στο κεφάλι του – κόσμο που είτε κρύβεται πίσω του, είτε τον πληρώνει για να του κάνει τα γούστα, είτε απλά τον ανέχεται γιατί η θέση είναι υποχρεωτική. Και το μεγαλύτερο κατόρθωμα να κάνει προπονητής δεν θα του αναγνωριστεί παρά μόνο την βραδιά που αυτό το πέτυχε: στο πανηγύρι στα μπουζούκια το συμπέρασμα θα είναι πάντα πως η προεδράρα καθάρισε γιατί η προεδράρα ξέρει. Στην Ελλάδα μπορεί να πάρεις τρία πρωταθλήματα και να σε θεωρούν άσχετο, μπορεί να θεωρείς τον Λουτσέσκου αναλώσιμο και να ζητάς πέντε αλλαγές προπονητών τον χρόνο. Μπορεί μάλιστα να πιστεύεις πως τον Βίντα έπρεπε να τον φροντίσει ο Αλμέιδα προσωπικά για να μπει γρήγορα. Άλλωστε δεν λένε ότι αυτός φταίει για τους τραυματισμούς;
Πηγή: Karpetshow